Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
αγρέλ(λ)ιν,το
Το άγριο σπαράγγι.
Ονομασία - Προέλευση
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία Τροφίμου
Ελληνική ονομασία - Περιγραφή
άγριο σπαράγγι (αsparagus acutifolius) Πρόκειται για χόρτο εδώδιμο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αγρέλλιν,το, 50).
Γλωσσικές Παρατηρήσεις
Κατά τον Κωνσταντίνο Γ. Γιαγκουλλή το αγρέλι προέρχεται από τις λέξεις άγριος + έλειον, τ/κ ayrelli (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αγρέλ(λ)ιν,το, 37). Κατά την Ευγενία Πέτρου-Ποιητού η λέξη προέρχεται από το αγριέλι: άγριος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αγρέλι, 22). Σύμφωνα με τον Γεώργιο Λουκά στο Γλωσσάριό του: ασπάραγος ή ασφάραγος αρχ., σπαράγγι σύμφωνα με άλλους. Χρησιμοποείται αντί της λέξης ακρύλλιον, διότι είναι τρυφερό όπως το άκρο της κορυφής των βλαστού των φυτών, π.χ. των ρεπανιών (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αγρέλλιν,το, 12). Το ίδιο επισημαίνει και ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του: «Διά τήν τρυφερότητα τοῦ ἀσπαράγου ἡ λέξις κατήντησε νά σημαίνῃ πᾶν τρυφερόν» (Κυπρή 1989, λήμμα αγρέλλιν,το, 111). Η λέξη, ίσως όμως να προέρχεται από το λατ. accrescere ( = αὐξάνεσθαι διά τό εὐανάπτυκτον καί τό ἐξέχειν τῶν ἄλλων φυτῶν). Ορθότερο εκ του λατ. acer-acris, που σημαίνει πικρός, όπως είναι κι η ιδιότητα του φυτού (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αγρέλλιν,το, 12). Στο Γλωσσάριό του ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει πως ο πληθυντικός της λέξης είναι τα αγρέλλια και πως πρόκειται για το φυτό ασπάραγο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αγρέλλιν,το, 50), κοινώς σπαράγγι ή αγρέλι, της οικογένειας λειριωδών (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα αγρελιά,η, 131). Τα αγρέλλια ονομάζονταν και αρκοαγρέλλια (Πανάρετος 1967, 262) ή κουτσαγρέλλια (Παπούλιας 2006, 46-47; Γεννάδιος 1914, 152). Σύμφωνα με το Φυτολογικόν Λεξικόν του Γεννάδιου, τα είδη που συναντώνται στην Κύπρο είναι τα εξής: ασπάραγος ο άφυλλος (asparagus aphyllus), ασπάραγος ο οξύφυλλος (asparagus acutifolius, ονομάζεται κοινώς κουτσαγρέλλι) και ασπάραγος ο σφονδυλωτός (asparagus verticilatus). Επίσης απαντάται το ήμερο «κηπευόμενο» είδος, που είναι το Asparagus officinalis/Liliaceae (Γεννάδιος 1914, 152-153). Σύμφωνα με τον Λουκά Σαββίδη, στην Κύπρο παρατηρούνται τα ακόλουθα είδη άγριου αγρελιού: Ασπροαγρέλλι-Asparagus stipularis/Liliaceae Μαυροαγρέλλι-Asparagus acutifolius/Liliaceae (Σαββίδης 1999, 8).
Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Μέθοδος Επεξεργασίας
Η συλλογή και κατανάλωση του αγρελιού γινόταν κατά τους χειμερινούς μήνες: «Το αγρέλλιν τον σ̆ειμώναν έσ̆ει χάρην τον Γενάρην, τον Φεβράρην. ’Πού τον Μάρτην τζ̆αι να πά’ το αγρέλλιν ’εν φελά» (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αγρέλι, 22). Τα αγρέλλια τρώγονται τηγανητά ή βραστά (Σαββίδης 1999, 8). Τηγανίζονται μόνα ή με αβγά, στα οποία καμιά φορά προστίθενται και μανιτάρια ή/και χόρτα ή/και πατάτες ή/και παστά κρέατα. Στη σύγχρονη κυπριακή κουζίνα γίνονται και σούπα («αγρελλόσουπα») και πιλάφι με ρύζι ή πουρκούριν. Διατηρούνται στο ξύδι (σημ. Κυριακή Παντελή). Τηγανίζονται με αβγά και θεωρείται πολύ εύγευστο φαγητό (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αγρέλλιν,το, 50). Τα αγρέλια ήταν πικρά και γι' αυτό αρχικά τα έβραζαν πριν τα τηγανίσουν με τα αβγά (Κάτζη 2000, 110). Στην Πάφο συνήθιζαν να ζεσταίνουν μαυρόλαδο και έβαζαν τα αγρέλια μέσα αλατισμένα- κατά προτίμηση με θαλασσινό χοντρό αλάτι - για να ξεπικρίσουν. Σε λίγα λεπτά τα έβγαζαν. Τους έβαζαν μπόλικο λεμόνι και αποτελούσαν ένα υπέροχο γεύμα (ΠΟΛΙΤΗΣ 10/03/2009, 65).
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Διατροφική Αξία και Σημασία στη Διατροφή των Κυπρίων
To αγρέλι ανήκει στην οικογένεια των λειριιδών. Οι πληβείοι συγγενείς του είναι τα πράσα, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Θεωρείται ως εκλεκτή τροφή από τον καιρό της αρχαιότητας, όχι μόνο για τη γεύση και τη διατροφική του αξία αλλά και για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Κατατασσόταν μάλιστα στις αφροδισιακές τροφές (σημ. Φλωρεντία Κυθραιώτου, βλ. επισυναπτόμενη μελέτη). Τα αγρέλια είναι ωφέλιμα και διουρητικά. Κάνουν καλό στο συκώτι και στα νεφρά (Σαββίδης 1999, 8). Περιέχουν μαγνήσιο, φώσφορο, ασβέστιο, κάλιο, μαγγάνιο, κοβάλτιο, βιταμίνες και την ασπαραγγίνη, διουρητική ουσία (Παπούλιας 2006, 46-47). Θεωρούνταν από πολλούς ως ο καλύτερος μεζές (Χατζηαυξέντης 1994).
Εορταστικές Περιστάσεις
Συμβολικές Χρήσεις
Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία
Συμπληρωματικά Στοιχεία
«Συνολικά στον κόσμο υπάρχουν 300 είδη σπαραγγιών, στην Κύπρο έχουμε δυο και είναι και τα δυο βρώσιμα: Τα ασπροαγρέλια και τα μαυροαγρέλια. Τα πρώτα έχουν πράσινους βλαστούς και φυτρώνουν σε χαμηλό υψόμετρο, περίπου 600 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τα δεύτερα έχουν βλαστούς σε πορφυρό-βαθύ κόκκινο χρώμα και φυτρώνουν σε υψόμετρο ως και 1500 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Τα ασπροαγρέλια τα βρίσκει κανείς στον Ακάμα, στην Πέτρα του Ρωμιού, στην Επισκοπή, στην Καρπασία και στο Κάβο Γκρέκο. Το ίδιο και τα μαυραγρέλια, με τη διαφορά ότι εκείνα μπορεί κανείς να τα βρει και στα βουνά, όπως στην οροσειρά Πενταδακτύλου, κάτω από πευκοδάση, στην Κοράκου και σε άλλα μέρη» (ΠΟΛΙΤΗΣ 10/03/2009, 65). Τα αγρέλια «είναι μονοκότυλα, πολυετή, αναρριχώμενα ή θαμνώδη φυτά, αυτοφυή ή καλλιεργούμενα ως λαχανικά ή καλλωπιστικά... Το σπαράγγι έχει ρίζωμα που διακλαδίζεται στο χώμα και από το οποίο βγαίνουν τα όρθια ή αναρριχώμενα στελέχη του, που έχουν χρώμα λευκό, πράσινο ή κοκκινωπό και τα οποία τρώγονται. Πρακτικά, δεν έχει λειτουργικά φύλλα, αυτά που βρίσκονται στα στελέχη του είναι βράκτεια και μοιάζουν με λέπια. Τη φωτοσύνθεση έχουν αναλάβει πράσινοι, λεπτοί βλαστοί, που λέγονται φυλλοκλάδια. Είναι δίοικο φυτό και ανθίζει το καλοκαίρι. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά ή πρασινοκίτρινα και βγαίνουν μεμονωμένα. Οι καρποί είναι ρώγες, με χρώμα πράσινο, λευκό ή κοκκινωπό» (Παπούλιας 2006, 46-47). «Το ασπροαγρέλλι είναι πολυετής θάμνος με εύρωστα αγκάθια. Οι νεαροί βλαστοί εμφανίζονται στα μέσα του χειμώνα (Γενάρη-Φεβράρη) και έχουν χρώμα ανοιχτό ή σκούρο πράσινο. Το μαυροαγρέλλι είναι και αυτό πολυετής θάμνος αλλά τα αγκάθια είναι πιο αδύνατα. Οι τρυφεροί βλαστοί έχουν συνήθως χρώμα κόκκινο-καφέ προς πράσινο καφέ. Τα αγρέλια φυτρώνουν συνήθως σε ακαλλιέργητους χώρους, όρια χωραφιών, κοντά σε θάμνους (παλλούρες), σε δάση και θαμνώνες ημιορεινών και ορεινών περιοχών (ιδιαίτερα το μαυροαγρέλλι). Το ασπροαγρέλλι απαντάται στα χαμηλώματα και μέχρι 600 μέτρα υψόμετρο, ενώ το μαυρογρέλλι μέχρι τα 1500 μέτρα» (Σαββίδης 1999, 8). Το ήμερο σπαράγγι πολλαπλασιάζεται διά σποράς (μέσα Σεπτεμβρίου ή τέλη Μαρτίου) και ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, γόνιμα και υφάλμυρα. (Γεννάδιος 1914, 153). «Ανάλογη με τους καραόλους ήταν και η συνήθεια των παιδιών στα Άρδανα να μαζεύουν αγρέλια, τα οποία μετά τις σχολικές ώρες και κυρίως το Σαββατοκύριακο ξεχύνονταν στα χωράφια και γύριζαν με δέσμες στα χέρια από αγρέλια, τα οποία εθεωρούντο από πολλούς ο καλύτερος μεζές. Ο Παννής Αντώνη εμπορευόταν τα αγρέλια τα οποία, αγοράζοντάς τα από τους Τουρκοκύπριους του Ττοψιού Κιοβέ και μεταφέροντάς τα στο Βαρώσι, προμήθευε τις ταβέρνες και τα κέντρα αναψυχής» (Χατζηαυξέντης 1994).
Βιβλιογραφία
Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις. Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία. Κάτζη Μ. (2000), «Οι τροφές που μας έδινε η φύση», Λαογραφική Κύπρος 30,50, 104-110. Κυθραιώτου Φ. (2009), Τροφή: αφορμή σχέσης, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Λευκωσία. Κυθραιώτου Φ. (2011), Αγρέλια. Τα άγρια σπαράγγια, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία. Πανάρετος Α. (1967), Κυπριακή γεωργική λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης Λτδ., Λευκωσία. Παπούλιας Θ. (2006), Τα Άγρια Φαγώσιμα Χόρτα του Βουνού και του Κάμπου, Ψύχαλος, Αθήνα. Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία. Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία. ΠΟΛΙΤΗΣ (εφημ.) 10/03/2009, 65, Κωδικός άρθρου: 858125. Σαββίδης Λ. (1999), Αγριόχορτα που τρώγονται: Από τη χλωρίδα της Κύπρου, Print today, Λευκωσία. Χατζηαυξέντης Κ. (1994), Άρδανα Αμμοχώστου, Ι. Γ. Κασουλίδης, Λευκωσία. Πηγή φωτογραφίας: «Αγρέλια» (Στάλω Λαζάρου)
Ερευνητής / Καταχωρητής
Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Φλωρεντία Κυθραιώτου, Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Κυριακή Παντελή, Σάββας Πολυβίου, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Βρέθηκε μία εγγραφή.
1
Τίτλος
Κυθραιώτου Φ. (2011), Αγρέλια. Τα άγρια σπαράγγια.
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
Αγρέλια με τ' αυγά
Παραδοσιακός κυπριακός μεζές που σερβίρεται κυρίως ως ορεκτικό.
Λούντζα
Για την παρασκευή της λούντζας, το κρέας τοποθετείται πρώτα σε κρασί με κόλιανδρο, για να "ψηθεί", και στη συνέχεια καπνίζεται για μερικές μέρες.
Μεζέδες Δορυφόρου
Οι μεζέδες φτιάχνονταν στην ταβέρνα «Δορυφόρος», που λειτουργούσε στην Αγλαντζιά από το 1959 μέχρι το 1974. Αν και τριών ειδών, σερβίρονταν ως μια μερίδα (σε ένα πιάτο).
Μοσχαρίσιο φιλέτο γεμιστό με χαλλούμι και αγρέλια
Σύγχρονο πιάτο με σύνθετους συνδυασμούς γνωστών γεύσεων της κυπριακής κουζίνας. Η πλήρης περιγραφή της συνταγής αναφέρει: Φιλέτο μόσχου γεμιστό με χαλλούμι και αγρέλια, αγκαλιασμένο σε παπαρδέλες λαχανικών και χοιρινή πάννα (μπόλια), σε σάλτσα ταχίνι κουμανταρία (κόκκινο, γλυκό κρασί). Συνοδεύεται με σος άγριων μανιταριών και ταρτάρ λαχανικών.
πεζούνιν με κουμανταρία,το
Σύγχρονη συνταγή, βασισμένη στον πρωτότυπο συνδυασμό γνωστών υλικών της κυπριακής κουζίνας. Η πλήρης περιγραφή του πιάτου αναφέρει: Πεζούνιν με κουμανταρία συνοδευόμενο με συκωτάκι και πουρέ από λουβάνα με αγρέλια και μανιτάρια του βουνού.
Χοιρινό φλαμαντζέρι με θυμαρίσιο μέλι
Κυρίως πιάτο μοντέρνας υφής, φτιαγμένο με υλικά της παραδοσιακής κυπριακής κουζίνας.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κάτζη Μ. (2000), «Οι τροφές που μας έδινε η φύση», Λαογραφική Κύπρος 30,50, 104-110.
Κυθραιώτου Φ. (2009), Τροφή: αφορμή σχέσης, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Λευκωσία.
Κυθραιώτου Φ. (2011), Αγρέλια. Τα άγρια σπαράγγια, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Πανάρετος Α. (1967), Κυπριακή γεωργική λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης Λτδ., Λευκωσία.
Παπούλιας Θ. (2006), Τα Άγρια Φαγώσιμα Χόρτα του Βουνού και του Κάμπου, Ψύχαλος, Αθήνα.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984-1991), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1-15, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σαββίδης Λ. (1999), Αγριόχορτα που τρώγονται: Από τη χλωρίδα της Κύπρου, Print today, Λευκωσία.
Χατζηαυξέντης Κ. (1994), Άρδανα Αμμοχώστου, Ι. Γ. Κασουλίδης, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αβκόν,το
Το χογλαστόν αβγό το έβραζαν για μικρό χρονικό διάστημα και το ονόμαζαν μελάτον ή βουττητόν, επειδή ο κρόκος δεν έπηζε. Αντίθετα, αν το έβραζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ονόμαζαν πηκτό ή σφικτό. Με τον όρο τηανητόν αβγό εννοούσαν τα αβγά μάτια, που τα τηγάνιζαν σε ελαιόλαδο ή σε μύλλαν χοίρου.
απλωταρκά,η
Αυτοφυές εδώδιμο αγριόχορτο με μικρά, αλλά όχι σκληρά αγκάθια. Τα νεαρά φύλλα, αφού καθαριστούν, τρώγονται είτε ωμά (είναι στυφά), είτε βραστά.
αρκοσελλενού(δ)ιν,το
Άγριο, εδώδιμο σέλινο, μικρού μεγέθους. Καταναλώνονται τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του, βραστά, τηγανιτά ή σε σούπες και σάλτσες.
αρκοσταφί(δ)α,η
Είδος άγριου χόρτου, που περιλαμβάνεται στα φαρμακευτικά φυτά της Κύπρου. Ανθίζει από τον Ιούλη μέχρι τον Οκτώβρη σε ξηρές βουνοπλαγιές, παρά τους δρόμους στον Αγρό, Γερατζιές, Πεδουλά και Λεύκαρα.
ατρασ̆ία (ατρασία) - ατρατζ̆ί(δ)α (ατρατζί(δ)α),η
Το φυτό αυτό ανήκει στην κατηγορία των πικρών χόρτων. Τρώγεται πριν από την άνθισή του και μαγειρεύεται ολόκληρο, βραστό και με διάφορα όσπρια.
βολβοί ορχιδέων και κυκλάμινων,οι
Σε ορισμένες περιοχές οι βολβοί από ορχιδέες και κυκλάμινα τρώγονταν ωμοί ή και μαγειρεμένοι.
γαλατούνα,η
Αγριόχορτο της κυπριακής φύσης, το οποίο πήρε το όνομά του από τον γαλακτώδη χυμό των φύλλων του. Το έτρωγαν βραστό με λαδόξιδο.
Γαουράγκαθθον
Αγκαθωτό φυτό, τα άνθη του οποίου μοιάζουν με κεφάλια αγκινάρας.
Γαουρόκαυλος
Φυτό που τρώγεται ωμό ή μαγειρεύεται με διάφορα όσπρια. Μαζεύεται από το Γενάρη μέχρι τον Απρίλη.
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής