Ελληνικά (Ελλάδα) English (United States) Türkçe (Türkiye)


Καταγράψτε εδώ τη δική σας Συνταγή / Πληροφορία


ForumFORUM Χώρος Συζήτησης











Newsletter
*

Αναζήτηση Τεκμηρίων

Τίτλος
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.


  • Σχετική Βιβλιογραφία


Σχετική Βιβλιογραφία

Φωτογραφίες


Συνημμένα




Περισσότερα


Σχετικό Περιεχόμενο - Σιτηρέσιο
αχράντα,η
Ο άρτος που προσφέρεται από τους εορτάζοντες στην εκκλησία.     
κανίσ̆σ̆ιν - κανίσκιν,το
Το κανίσκι.
καφαρτίν - καφαρδίν,το
Το πρόγευμα.
Μεσομερκάζω
μπούκκωμαν - πρόεμαν ή μπρόεμαν,το
Το πρωινό.
Ξεροψουμίζω
Ποστομώννω, εποστομώθηκα
Πρόεμαν
προσφάιν,το
Κάτι επιπρόσθετο στο φαγητό.
Το κυνήγι στη διατροφή των Κυπρίων
Η παρουσία λαγού στο οικογενειακό τραπέζι ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός..
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
αβάτζ̆η (αβάτζη),η - αβάτζ̆ιν (αβάτζιν),το
Σκάφη του αλευρόμυλου.  
αθθαλιά,η
Η τρύπα του πώματος του πιθαριού απ' όπου αερίζεται ο ανθός του κρασιού.  
αλακάτιν,το
Το πηγάδι από το οποίο η άντληση του νερού γίνεται με μάγγανο.  
άλετρον,το
Παραδοσιακό γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για να οργώσουν τη γη.  
αμμάτιν - αμμάτισμαν,το
Το μακρύ ξύλο του αλετριού που το συνδέει με τον ζυγό και τα ζώα.  
αντουλ(λ)ιά,η - αντιλίν,το
Δοχείο νεροκολοκυθιάς.  
αξάιν,το
Κοσκινοειδές μέτρο χωρητικότητας.  
απόσ̆η (απόση),η
Αλιευτικό όργανο.  
άππος,ο
Ξύλινο σφαιρικό αγγείο.  
αρβάλιν,το
Είδος κοσκίνου.  
αρκόν,το
Είδος αραιού κόσκινου.  
αρμάριν,το
βακανάς,ο
βάττα,η
Είδος κούζας [στάμνας].
βερκίν,το
Μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά ωδικά πουλιά, κυρίως αμπελοπούλια.
βλασ̆σ̆ίν (βλασσίν) - νεροκόλοκον - κολότζ̆ιν (κολότζιν),το
Το βλασσίν, η λεγόμενη κολόκα, εμφανίζεται στο λαϊκό παραμύθι «Ο Σπανός τζι’ οι Σαράντα Δράτζιοι». «Αμμάν επήασιν έσσω, εσκεφτήκασιν την νύχτα να σκοτώσουν τον Σπανόν την ώρα που τζοιμάται, αμμά ο Σπανός άκουσεν τους. [...] τζι’ έπιαεν μιαν κολάκαν μηάλην, εγέμωσεν την κρασίν, εστούππωσεν την τζι’ έβαλεν την μεσ’ στο κρεβάτιν. Εσσιέπασεν την με το πάπλωμαν τζι’ έβκην ‘πά’ στο δώμαν τζι’ έκατσεν. Ύστερα που λλίην ώραν ακούει ττοπουζιές. [...] Που την πρώτην ττοππουζιάν η κολόκα έσπασεν τζιαι το κ...
βούππος - γούππος,ο, - βουφκιά,η
Το βαθούλωμα (κοίλο) της σανίδας όπου τοποθετούνται τα ψωμιά που ζυμώθηκαν.
βούρκα,η
Το δερμάτινο σακίδιο.
βούρνα - γούρνα,η και βουρνίν,το
Σκάφη για ζύμωμα ή μπουγάδα.
βουτζ̆ίν (βουτζίν) - βουτσίν - βουτσίον - βουττίν,το
Είδος δοχείου.
γαλευτήριν,το
Πήλινο σκεύος μέσα στο οποίο έβαζαν το γάλα όταν άρμεγαν τα ζώα.
γάστρα,η
γιστέρνα,η
δκιαρτοσάνιδον,το
δουκάνη,η
Εργαλείο για το λιάνισμα των δημητριακών. Χρησιμοποιείται στο αλώνισμα.
Ζαμμός,ο
ζαμπούρα - μαρταγγούρα,η - κρεατοκόλοκον,το
Είδος κολοκύθας.
Ζάρφιν,το
ζεμπίλιν,το
θερνάτζ̆ιν (θερνάτζιν) - πενταόντιν,το
Εργαλείο για το αλώνισμα.
Καντάριν, το
καντήλα,η
Το ποτήρι. / Η λυχνία.
καρρέττα,η - βουάμαξον,το
Το κάρρο.
Καφάσιν, το
κκεσέ,η - κ(κ)ιασές,ο
Δοχείο γιαουρτιού.
κκεφκίρα,η
Μεγάλη τρυπητή κουτάλα.
Κοράτζιν, το
κορύπα,η - κορύπιν,το
Κανάτι.
κορυποστάς ή κορυποστάτης,ο
Σταμνοστάτης, στασίδι κορύπας [κανατιού].
Κοσσινάς,ο
κόσ̆σ̆ινον (κόσσινον),το
Το κόσκινο.
Κουδούκα, η
κούζα,η
Υδρία χωρητικότητας οκτώ οκάδων.
κουκκουρκά - κουκκουργιά,η - κουκκουρίν,το
Κοφίνι μακρύ και ψηλό για μεταφορά των χοίρων, ορνίθων, ξόβεργων κ.ά.
κουκουμάριον,το - κουκκουμάρα,η
Κανάτι, κλειστό αγγείο για την παράθεση νερού ή κρασιού στο τραπέζι.
κούμνα,η - κουμνίν,το - κούμνος,ο
Είδος πήλινου δοχείου για φύλαξη τροφών.
Κουπάνιν, το
κουρελ(λ)ός,ο
Ανοιχτόλαιμη στάμνα με δύο λαβές.
κουρτέλ(λ)α,η
Λεπίδα μαχαιριού, το μαχαίρι.
Κουτσάντζιν, το
λαβέζιν,το
Η χάλκινη χύτρα.
λαμιτζάνα - δαμετζάνα,η
Η νταμιτζάνα.
Λάμνη, η
μα(γ)είρισσα,η
Η κατσαρόλα.
μαζράτζ̆ιν (μαζράτζιν) ή μαρζάτζ̆ιν (μαρζάτζιν),το
Ξύλινη κυλινδρική ράβδος.
Μαστραππάς, ο
ματσούρα,η
Καλάμι που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα του γάλακτος / Το υπόλοιπο του σαρώθρου [σκούπα φτιαγμένη από κλαδιά].
μερρέχα,η
Το μυροδοχείο.
μεσαρούιν,το
Είδος κόσκινου.
μπότης,ο
Πήλινο δοχείο.
πατούριν - πατερόν,το
Είδος κόσκινου.
πηλίμιν - πιλήμιν,το
Πήλινο αγγείο.
πηννιάδα - πιννιά(δ)α - πιννιαού(δ)α - πινιαούρα,η
Πήλινο αλειφτό αγγείο, χύτρα.
πιν(ν)ιά,η
Ποτήρι κρασιού. Σημαίνει και την πόση, αλλά και το κέρασμα.
Πινακωτή, η
Ποδόσιν, το
πότσα,η
Η φιάλη, το μπουκάλι.
ππάλα,η
Είδος μεγάλης μάχαιρας.
πρότσα,η
Το πιρούνι.
Ροΐν , το
Σαλιέρα, η
Σανιά, η
σάρακλον,το
Ο βωλοκόπος.
σαρκά,η
Το σάρωθρο(ν).
σάτζ̆η (σάτζη),η - σ(α)άτζ̆ιν (σα(ά)τζιν),το
Μαγειρικό σκεύος.
σ̆ερομύλιν (σερομυλίν),το - σ̆ερόμυλος (σερόμυλος) - σ̆ορόμυλος (σορόμυλος),ο
Ο χειρόμυλος.
Σίκλα,η, σικλίν,το
σινίν,το
Το ταψί.
Σκουτάβλιν, το
Σκουτέλλιν,το
Στέρνα, η
Ταβλίν, το
ταμπούκκα - ταμπουκκιά - ταμπουτσ̆ιά (ταμπουτσιά),η - ταμπούτσ̆ιν (ταμπούτσιν),το
Κόσκινο χωρίς τρύπες.
Ταπατζιά
Τα υλικά , που χρησιμοποιούσαν τα πιο παλιά χρόνια για την κατασκευή της ταπατζιάς ήταν ξύλο, τόνος, και σπάγκος. Οι παλιοί τεχνίτες έπαιρναν το ξύλο, (βέργες από συκαμιά ή άλλο ευλύγιστο υλικό από δένδρα ή θάμνους), το έντυναν γύρω- γύρω με τον τόνο, έπλεκαν διχτυωτά στη μέση φτιάχνοντας τον πάτο και μετά έβγαζαν από πάνω τρεις λουρίδες τόνενες ως χερούλι (κρεμάστρα) από όπου την κρεμούσαν στον τοίχο. Σοφοκλέους (2004, σελ 170-171)
Τατσιά, η
τζ̆ουσβές (τζουσβές) ή τζ̆ισβές (τζισβές),ο - μπρίκκιν ή ιμπρίκκιν,το
Τρίσινον,το
Τρίφτης, ο
Τσαϊκόν, το
τσέστος,ο - τσέστα,η - τσέστον,το
Είδος πανεριού.
Τσούκκα, η
φασούλιν,το - φασούλα,η
Δρεπάνι μικρότερου μεγέθους.
Φεντζάνιν, το
Χτιν, το
Τα γουδιά, μαρμάρινα ή κιόνενα, μπρούτζινα, πέτρινα και ξύλινα χρησίμευαν για το κοπάνισμα σπόρων, καρπών, αρτυμάτων, αλατιού
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
καούκκος,ο
"Όταν γίνει η καραμέλα, προσθέτουμε σε αυτήν λίγα-λίγα τα αμύγδαλα. Ακολούθως τοποθετούμε τα καραμελωμένα αμύγδαλα με κουτάλι πάνω σε κάθε φύλλο λεμονιάς" (Προφ. μαρτυρία: Γιαννούλα Ελευθεριάδη, Ασγάτα - Λεμεσός).
Σχετικό Περιεχόμενο - Τεχνικές παρασκευής τροφίμων
αγκαλιαρκά,η
Η εργάτρια που δένει δεμάτια.
Βουττίν
Γλέω
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Κουμνιάζω
Κουννουπίζω
Νομάδα
Ξηντερίζω
Ξηροτηανίζω
Παστιρτίζω
Ποταλάρωμα, ποταλαρώνω
Προτέττον
Σαβόρον
Σώζουμον
Τάμπαρη
Τατταριτζέ
Τηανιά
Χλιανίσκω, χλιαίνω
Ψάρια σαβόρο
Το σαβόρο είναι μια σάλτσα από ξύδι, αλεύρι, λάδι και σκόρδο, στην οποία συνήθιζαν οι Κύπριοι να συντηρούν τα ψάρια την εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αβκωτή,η
Πασχαλινό έδεσμα. Οι γυναίκες, αφού ζύμωναν τις κουλούρες και τις φλαούνες, έκαναν μικρές θήκες σε σχήμα σαλιέρας, δηλαδή αλατοθήκης, μέσα στις οποίες τοποθετούσαν όρθια συνήθως ένα ή δύο αβγά ψημένα και κόκκινα.
αβρόσ̆σ̆ιλλα (αβρόσσιλλα),η
Σκίλλα η παράλιος.
αγγούρι(ν),το
αγνά,τα
Ονομασία των καλαμαριών, σουπιών, χταποδιών σε ορισμένες περιοχές της Κύπρου.
αγνιά - αχνιά,η
Ο αφρός ή το πάχος του γάλακτος.
αγνοτύριν,το
Τυρί που γίνεται από αγνιά αιγοπροβάτων.
αγρέλ(λ)ιν,το
Το άγριο σπαράγγι.
αγρινόν,το
Άγριο πρόβατο της Κύπρου.
αδρούππα,η
Καρπός της ελιάς.
αθερίνα,η
Μικρό ψάρι που ζει στη θάλασσα.
αμπελοπούλ(λ)ιν,το
Τα αμπελοπούλια είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος άγριων πτηνών στην Κύπρο.Η θανάτωση / το κυνήγι και η κατοχή / κατανάλωση αμπελοπουλιών απαγορεύονται.
αναρή,η
Κυπριακό λευκό τυρί (μυζήθρα). Η ανάλατη αναρή χρησιμοποιείται συνήθως φρέσκα για την παρασκευή παραδοσιακών γλυκυσμάτων όπως τα πουρέκκια της αναρής, η αναρόπιττα κ.λπ. Η φρέσκα αναρή τοποθετείται στον ήλιο και ξηραίνεται, για να χρησιμοποιηθεί σαν τρίμμαν στα μακαρόνια ή άλλα είδη ζυμαρικών.
αντελούνικον - αμπελούνικον,το
Ποικιλία σύκου.
αντρουκλιά,η
Η αγριοκουμαριά.
απλωταρκά,η
Αυτοφυές εδώδιμο αγριόχορτο με μικρά, αλλά όχι σκληρά αγκάθια. Τα νεαρά φύλλα, αφού καθαριστούν, τρώγονται είτε ωμά (είναι στυφά), είτε βραστά.
αποστολιτζ̆ές (αποστολιτζές) ελιές,οι
Είδος ελαιόδεντρων μεταξύ ήμερης και άγριας ελιάς.
αρκοσελλενού(δ)ιν,το
Άγριο, εδώδιμο σέλινο, μικρού μεγέθους. Καταναλώνονται τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του, βραστά, τηγανιτά ή σε σούπες και σάλτσες.
αρκοσταφί(δ)α,η
Είδος άγριου χόρτου, που περιλαμβάνεται στα φαρμακευτικά φυτά της Κύπρου. Ανθίζει από τον Ιούλη μέχρι τον Οκτώβρη σε ξηρές βουνοπλαγιές, παρά τους δρόμους στον Αγρό, Γερατζιές, Πεδουλά και Λεύκαρα.
αρκοτζ̆ινάρα (αρκοτζινάρα),η
Η αγριαγκινάρα τρώγεται φρέσκα και μαγειρεμένη. Οι μίσχοι συνοδεύουν βραστά όσπρια, κυρίως φασόλια και λουβιά. Οι αγκινάρες τους γίνονται βραστές, τηγανίζονται με αβγά ή με κρέας και πατάτες στην κατσαρόλα και είναι πολύ εύγευστες.
αρτικλαμάς,ο
Περίσσεια ποσότητα χαρουπιών στις αποθήκες των εμπόρων.
άρτος,ο - αφράντα,η
Οι άρτοι παρασκευάζονταν σε ειδικές περιπτώσεις όπως στις εορτές Αγιών, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, στους γάμους και τα μνημόσυνα ως προσφορά στην εκκλησία.
αρτύματα,τα
Συνήθως οι Κύπριοι με τη λέξη "άρτυμα" εννοούσαν μόνον το πιπέρι ("πεπέρι") και κανένα άλλο μπαχαρικό.
αρτυσ̆ιά (αρτυσιά),η
Είδος μπαχαρικού, πολύ συνηθισμένο στον παραδοσιακό τταβά αλλά και σε άλλα εδέσματα.
ασ̆ινός (ασινός),ο
Ο αχινός.
ασ̆ουρές (ασουρές),ο
Έδεσμα.
ατζ̆ίδα (ατζίδα) ή ατζ̆ία (ατζία),η
Κομμάτι ψωμιού από άκρη ή γωνιά.
ατρασ̆ία (ατρασία) - ατρατζ̆ί(δ)α (ατρατζί(δ)α),η
Το φυτό αυτό ανήκει στην κατηγορία των πικρών χόρτων. Τρώγεται πριν από την άνθισή του και μαγειρεύεται ολόκληρο, βραστό και με διάφορα όσπρια.
αφέλια,τα
Κομμάτια χοιρινού κρέατος, τηγανισμένα και μαγειρεμένα με κρασί και κόλιανδρο.
βαβάτσινος,ο
Ο καρπός της βαβατσινιάς, δηλαδή της μουριάς, ή διαφόρων ειδών βάτου.
βάκλα,η
Έτσι ονομαζόταν το λίπος από την παχία και μεγάλη ουρά των κυπριακών προβάτων.
βανέλλιν,το
Είδος αποδημητικού πτηνού, το κρέας του οποίου ήταν εδώδιμο.
βάρτικον,το
Ποικιλία κυπριακού σύκου. Τα βάρτικα σύκα είναι μεγάλα, σε σχήμα αχλαδιού, και θεωρούνται εξαιρετικά εύγευστα.
βαυτζ̆ίν (βαυτζίν),το
Με την ονομασία αυτή αποκαλούν οι Κύπριοι το άγριο καρότο.
βέρικον,το
Ποικιλία σταφυλιού για επιτραπέζια χρήση.
βλαντζ̆ίν (βλαντζίν) - βλαγγίν,το
Το συκώτι.
βοβάντικον,το
Γλυκόξινο ρόδι. Στη Μαραθάσα ονομαζόταν αβάντικον.
βορτακούδιν,το
Είδος σησαμωτού κουλουριού των Χριστουγέννων, σε σχήμα μικρού βατράχου.
βουρβουλλάδα,η
Νηστίσιμο φαγητό με φρέσκα κουκιά σε χυλό. Ονομάζεται βουρβουλλάδα διότι τα κομμάτια των κουκκιών, αφού ψηθούν εντός του χυλού, μοιάζουν με βουρβουλλάδες [λείμακες].
γαλατούνα,η
Αγριόχορτο της κυπριακής φύσης, το οποίο πήρε το όνομά του από τον γαλακτώδη χυμό των φύλλων του. Το έτρωγαν βραστό με λαδόξιδο.
γιαούρτιν - γάλαν όξινον,το
Στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου ονομαζόταν γάλαν όξινον. Στην πόλη και επαρχία Λευκωσίας και στα υπόλοιπα μέρη γιαούρτιν. "Γάλαν της τσούκκας" ονόμαζαν το γιαούρτι, το οποίο αποθηκεύονταν και πωλούνταν σε ένα είδος πήλινου δοχείου, την τσούκκαν.
Γλίντος
γλισταρκά,η
Κουλούρι μεγάλο και λεπτό. Μέσα στο κουλούρι διασταύρωναν λεπτά κορδόνια ζυμάρι σε διάφορα σχέδια.
Γλιστηρίδα
γλυτζ̆ιστά (γλυτζιστά),τα
Γλυκιές πίτες με αμύγδαλα και κανέλα, μερικές φορές παραγεμισμένες με αμύγδαλα, κανέλα, ροδόσταγμα και ζάχαρη.
Γλυτζιστικόν
Γρούες
γρούτα,η
Είδος χυλού, έδεσμα.
Δκιάλυσι
δροσινόν,το
Φρέσκο ανάλατο τυρί.
Ελιόπιττα ή ελιωτή
Οι ελιόπιττες είναι ορεκτικώτατες και ευγευστότατες, διότι με τη θερμότητα εκχύνεται μέσα σε αυτές το λάδι από τις ελιές. Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 302)
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
ζαμπούκκος,ο
Το φυτό ακτή, κουφοξυλιά.
ζαμπούσ̆ια (ζαμπούσια),τα
Είδος πιτών.
ζιζίμπριν - τζιτζίβριν,το
Ζορτοππέλαβα
καθιστά,τα
Τρόπος μαγειρέματος των βαζανιών [μελιτζάνων].
καϊκανάς,ο
Παρασκεύασμα με αβγά.
Καϊνάριν
καϊσίν και χρυσόμηλον,το
Είδη βερικόκων.
καλοηρκά,τα
Είδος ζυμαρικού με κιμά.
Καμπαναρκά
κανναούριν,το
καούκκος,ο
Καραμελωμένα αμύγδαλα.
καπύρα,η
Η φρυγανιά / Το ψητό γουρουνόπουλο.
καράολος,ο
Το σαλιγκάρι.
Καρσουμάς
Καρταμίλλα
Κάρταμον
Καρυ(δ)άς
Κατσόσιρος
Το κρέας του σκαντζόχοιρου θεωρείτο πολύ εύγευστο από ορισμένους.
Κατσούριν ή κατσούρκα
καυκαλ(λ)ιά,η
καυκάλλιν - καύκαλλον,το
Το καύκαλο του ψωμιού.
Κεϊμάς
Επειδή δεν υπήραν ειδικές μηχανές στα κρεοπωλεία για να αλέθουν το κρέας σε κιμά, το έκαναν οι νοικοκυρές με τη χρήση δύο μεγάλων μαχαιριών.  Προφορική μαρτυρία Ανθούλας Αριστοδήμου, ετών 72, Κάμπος Τσακκίστρας
κιούλιν,το
Είδος φυτού με το οποίο αρωματίζουν διάφορα γλυκά.
κκιοφτέριν,το
Μουσταλευριά ξηραμένη και κομμένη σε κομμάτια.
κλόκκος,ο
Ωμός καρπός.
Κολλουφόζουμον
Κολοκασούδιν, γλυκοκολόκασον
Ο κόνδυλος του ηλιανθούς φυτού Helianthus tuberosus
κολοκόπιττα ή κολοκωτή,η
Κολυμπάτες
κόνναρον,το
Το τζίτζυφο (Ζίζυφος ο λωτός).
κόρτα,η
Φέτα ψωμιού.
Κοτσινοκόλοκον
κουλλουρούδκια - τερτζ̆ελλούδκια (τερτζελλούδκια) ή τουρτζ̆ελλούδκια (τουρτζελλούδκια) - λουλλούδκια,τα
Είδος ζυμαρικού-γλυκύσματος.
κουλούμπρα - κουρβούλα,η
Είδος λαχανικού.
κουμανταντάς,ο
Εσπεριδοειδές φρούτο.
κουμανταρκά - κουμανταρία,η
Η κουμανδαρία (ή κουμανταρία) είναι ένα γλυκό επιδόρπιο κρασί, που παράγεται στη περιοχή Κουμανδαρίας της Κύπρου, στους πρόποδες της οροσειράς Τροόδους. Έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προϊόν ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης.
κούμουλλα,τα
Κυβικά παξιμάδια: που ετοίμαζε κάθε υποψήφια μητέρα ως κεραστικό για το νεογέννητο / που προσφέρονταν στους γάμους / που παρασκευάζονταν τα Χριστούγεννα.
κούννα,η
Ο ξηρός καρπός.
κουννάππιν,το
Το τζίτζυφο (Ζίζυφος ο εδώδιμος).
Κουντούρα
Κουντουρκαρίδιν
κούπα,η
Κουράθθες
κουρτουλλόπορτος,ο
Είδος νηστήσιμης σούπας.
κούσβος,ο
Το υπόλειμμα μετά την έκθλιψη του σησαμέλαιου.
κούτσακος,ο - κουτσάκιν - κουτσάτζ̆ιν (κουτσάτζιν),το
Το άγουρο σύκο.
Κούτσιτζη
Κουφοξυλιά, ζαμπούκος
Κρεμμασταρκά
Κριατοκολοτζιά
Κρούστες
Κωλοφάτσαρος
λαγγόπιττες,οι
Πίτες από χυλό.
Λαδάπιν
Λαδκιά, Λαδόπιττες
Λαζάνια
λαλάγγια ή λαλάντζ̆ια (λαλάντζια) - λαλαγγκούδκια - γερούδκια,τα
Είδος τηγανίτων, λουκουμάδες.
λαός τσιβκία ή ξιδκιά,ο
Λαγός στιφάδο, όπου πλεονάζει το ξίδι.
λαρτοκουντούριν,το - λαρτοκουντούρα,η
Ορτύκι (με κοντή και λιπαρή ουρά) / Παχιά και με κοντή ουρά κότα.
λασμαρίν,το
Το δεντρολίβανο.
λουβάνα,η
Λάθυρος ο ώχρος.
λουβίν,το
Φασόλια μαυρομάτικα.
λούντζα,η
Σαρκώδες καπνιστό χοιρινό κρέας..
λούφατοι,οι
Άγρια εδώδιμα χόρτα.
μα(ν)τζ̆ίλ(λ)α (μα(ν)τζίλ(λ)α) - μαξίλ(λ)α,η
Πρώιμο σύκο. / Το παστό μεγάλο σύκο σχισμένο στα δύο.
Μάγνενα ή Πομάγνενα ψωμιά
μάραθος,ο
μάτσ̆ες (μάτσες),οι
Είδος λειωμένων σταφίδων.
μαυρόκοκκος,ο
Είδος αρτύματος.
μάχος,ο
Είδος οσπρίου.
Μηλάππης
μήλλιαρος - μηλιάρισσος - πιτσικλιάντρος,ο
Το άγριο γλυκάνισο.
Μιλλόχλωρη
Μοδόγλωσσοι
μολόχα,η
Είδος μαλάχης, αυτοφυούς εδώδιμου χόρτου, Malva parviflora.
Μουσκάτον
μουσκοκάρφιν,το
Το γαρίφαλο.
μουστάριν,το
Ο μούστος.
μουτζ̆έντρα (μουτζέντρα),η
Είδος πιλαφιού από φακή και ρύζι με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, τηγανισμένο.
Μπουά
μύλλα,η
Το λίπος ζώου, κυρίως χοίρου.
μυλλόπιττα,η
Πίτα τηγανισμένη με χοιρινό λίπος.
Μυντζιλίδες
Μυρμιλλίνα
Νάμαν
Νερόκαυλοι
νορ(ρ)όθ(θ)η - νερ(ρ)όθ(θ)η - ορόφη - ορόθη,η - (ν)ορ(ρ)ός - τυρόαλος,ο - τυρό(γ)αλον,το
Ο ορός του γάλακτος.
Ντζόχχοι
Ξεράδιν
ξεροτήανα,τα
Οι λουκουμάδες.
ξινιάτος ή ξυνιάτος,ο
Το αγριοπάλαθο.
Ξυλάγγουρον
Ξυνιστέριν
Όπυροι
Οφτόν
Παλλούρα
πάννα,η
Το περιτόναιο.
Παννάδα
παννυσ̆ί(δ)α (παννυσί(δ)α) - παννυχί(δ)α,η
Είδος άρτου.
παπίλλαρος,ο
Πρώιμο σύκο.
παπουτσόσυκον,το
Το φραγκόσυκο.
Παρηορκά
παστέλλιν,το
παττίχα,η
Το καρπούζι.
πεζούνιν,το
Το (ήμερο) περιστέρι.
πισ̆ί(δ)ες (πισί(δ)ες),οι
Οι πισ̆ίες σερβίρονταν με ζάχαρη, με μέλι ή  με χαρουπόμελο. Ήταν ένα συνηθισμένο παρασκεύασμα από ζυμάρι που παρασκευαζόταν σε πολλές περιστάσεις. Παρασκευάζονταν ως δώρο προς τη λεχώνα μετά τον τοκετό αλλά και σαν δώρο της λεχώνας προς τους φίλους και τους συγγενείς που της ευχήθηκαν για το νεογέννητο (Λεοντίου 1983, 176; Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 167). Ακόμα οι πισ̆ίες ήταν μέρος των γλυτζ̆ιστών που παρασκευάζονταν στη βάφτιση του νεογέννητου και στον γάμο (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 169, 175...
Πογλώγια
Πομάγνιν
Πομηλιδκιά
ποξαμάτιν,το
Το παξιμάδι.
Πόρακος
Ποταμοείτανος
Ποτικόν
Πούλλα
πουρκούριν,το
Το πλιγούρι.
Πουρούδιν
Ππαλάζιν
ππαλουζέ,η - ππαλουζές,ο
Η μουσταλευριά.
Πράσιλιες
Προύσκον
ραβ(κ)ιόλες,οι - ραβ(κ)ιόλια,τα
Είδος φαγητού από ζυμάρι με παραγέμισμα από τυρί.
Ράουλλος
ρετσ̆έλλια (ρετσέλλια) - ριτσ̆έλλια (ριτσέλλια),τα
Είδος γλυκού με φρούτα ή λαχανικά ψημένα σε πετιμέζιν.
Ρόκκα
Σαράιν
Σεντούτζια
σ̆εφταλιά (σεφταλιά),η - σ̆εφταλίν (σεφταλίν),το
Κρεατομεζές της νεότερης κουζίνας.
Σίλλυφα
σιμηλλούδιν - σιμηλλίν - σελεμίδιν,το - λάζαρος,ο
Είδος αυτοφυούς εδώδιμου χόρτου.
σιμιθκιά,η
Σούπα με πλιγούρι ή φιδέ.
σιντζ̆έριν (σιντζέριν),το
Στομάχι (κυρίως) των πτηνών.
σίταρος,ο - σιταροπούλλα,η
Το καλαμπόκι.
σιφφωνάριν,το
Η βρώμη.
Σκορταλλιά
Σουππούδκια
σπατζ̆ιά (σπατζιά),η
σ̆σ̆επαστές (σσεπαστές),οι
Πίτες με κολοκύθι ή άλλα χόρτα.
σ̆σ̆οίννος (σσοίννος),ο
Ο σχοίνος.
συκαμιά - συκαμινιά,η
Η μουριά.
Συννέβριν
Συτζιά του Αδάμ
Ταβλιά
Ταμπούρα
τερατσ̆ιά (τερατσιά),η και τεράτσ̆ια (τεράτσια),τα
Χαρουπιά και χαρούπια.
Τερτζελλούδκια ή τζερτζελλούθκια
Τζουμεζιά
τιτσιρία,η - τσιρίντζ̆ιν,το
Υπόλειμμα του λειωμένου χοιρινού λίπους.
Τρασίλα
τραχανάς,ο
Ο αποξηραμένος τραχανάς χρησιμοποιείται στην παρασκευή σούπας η οποία θεωρείται πολύ εύγευστη και θρεπτική.
τρεμίθκια,τα και τρεμιθέλαιο,το
Τα τρεμίθκια είναι οι καρποί της τρεμιθκιάς [τερεβύνθου], δέντρου που ανήκει στο γένος των Πιστακίων και συναντάται αυτοφυές σε όλη τη Μεσόγειο, καθώς και εκτός Μεσογείου.
Τρουμιθκιά
Τσαμαρέλλα
Τσιβκιά
Τσούλλα
τταβάς,ο
Κρέας με κρεμμύδια και αρτύματα στον φούρνο.
Τυτίν
Φαβέττα
Φουσκάριν
Φουτζιά, ψυσιά
Χωστές
Ψάρια σαβόρο
Το σαβόρο είναι μια σάλτσα από ξύδι, αλεύρι, λάδι και σκόρδο, στην οποία συνήθιζαν οι Κύπριοι να συντηρούν τα ψάρια την εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Χώροι Παραγωγής - Διάθεσης
αβκολιά,η
Αυλάκι για παροχέτευση του νερού.
αλακάτιν,το
Το πηγάδι από το οποίο η άντληση του νερού γίνεται με μάγγανο.  
αντάτζ̆ιν (αντάτζιν),το
Το τμήμα του σπαρμένου χωραφιού ή του αμπελιού προς κλάδεμα και των παρομοίων που αναλογεί στον κάθε εργάτη για να εργαστεί.
αντικούτσ̆ιν (αντικούτσιν),το
Το ενοίκιο, το οποίο λαμβάνει κάποιος σε είδος, εκμισθώνοντας τα κτήματά του.
ασ̆ερωνάριν (ασερωνάριν),το
Ο αχυρώνας.
ληνός - μουκλός,ο
Πιεστήρι με δοκό και βίδα.
μάγγανον,το
μαντζ̆ιπειόν (μαντζιπειόν),το
Το αρτοποιείο.
σέντε,το
Το πατάρι.


Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε.
Πνευματικά Δικαιώματα © 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής