Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
άλετρον,το
Παραδοσιακό γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για να οργώσουν τη γη.
Ονομασία - Χρήσεις
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου
Το παραδοσιακό αλέτρι ήταν κατασκευασμένο από ξύλο. Οι γεωργοί το χρησιμοποιούσαν για να οργώσουν τα χωράφια. Ήταν μυτερό για να σκάβει το χώμα και το έσερναν δυο άλογα ή βόδια. Στερεωνόταν με ένα ξύλο στον λαιμό των ζώων και ο γεωργός ακολουθούσε τα ζώα δίνοντάς τους την κατεύθυνση που ήθελε. Μπροστά στο ξυλάλετρο υπήρχε το υνί, μια σιδερένια μύτη που εφάρμοζε πάνω στην άκρη του. Ήταν φτιαγμένο με σίδερο για να μπορεί να σκάβει τη γη και να αντέχει περισσότερο χρόνο (Δημοτικό Σχολείο Ορούντας 1993, 72-73). Τα μέρη του ξύλινου αρότρου ήταν: Το πο(δ)άριν, κομμάτι δοκαριού πάνω στο οποίο εφάρμοζε το υνί με οριζόντια θέση για να σχίζει τη γη. Τα φτερά, δύο ξύλα που στερεώνονταν ένα στη μια μεριά και ένα στην άλλη μεριά του ποδαριού με σκοπό να ανοίγουν το χώμα που έσχιζε το υνί και να σχηματίζεται αυλατζιά [αυλατζ̆ιά = το αυλάκι]. Ο άδρωπος/πισινός, κατακόρυφο ξύλο από κυπαρίσσι το οποίο σφηνωνόταν πάνω στο ποδάριν που είχε την κορυφή του διαμορφωμένη σε σ̆ερόσ̆ιν [σ̆ερόσ̆ιν,το = η χειρολαβή]. Το ύψος του αδρώπου είχε να κάνει και με το ύψος του γεωργού και ανάλογα ήταν βολικό ή κουραστικό. Ο νούρος/μούλος ή σ̆ερόσ̆ιν, χειρολαβή από την οποία ο γεωργός μπορούσε να κρατά το αλέτρι και να το κατευθύνει, να το σηκώνει και να πιέζει, αλλά επίσης να τυλίγει πάνω σ’ αυτό τα ζυκαρικά [ζυκαρικά,τα = τα σχοινιά των ηνίων] κατά το όργωμα. Η βούλα ή βουλά ή το σταβάριν, χοντρό ξύλο περναριού [περνάριν,το = είδος βελανιδιάς] ή λατζ̆ιάς [λατζ̆ιά,η = κυπριακή βαλανιδιά], σχεδόν καμπύλου σχήματος του οποίου η μια άκρη γέρνει προς τα εμπρός, ενώ η άλλη σφηνώνεται σε τρύπα λίγο πιο πίσω από τη μέση του ποδαριού. Η σπάθη ή σπαθερή, λεπτό ξύλο, το οποίο σφηνώνεται πάνω στο ποδάριν κάθετα και προχωρεί διαπερνώντας τη βούλα, με σκοπό τη σταθερή συγκράτηση της γωνιάς μεταξύ βούλας και ποδαριού. Ο μεσούτης, το ξύλο πάνω στο οποίο συγκρατούνται με τη βοήθεια τσαλετρίων [τσαλέτριν,το = το καρφί] ανοιχτά τα φτερά έτσι ώστε το χώμα να ανοίγει κατά το όργωμα σε αυλατζ̆ιές. Το αμμάτισμαν, χοντρό κοντάρι που «αμματίζεται», ενώνεται δηλαδή, πάνω στη βούλα και προεκτείνει το μήκος της μέχρι τον λουρικό του ζυγού, από όπου θα πιαστεί το αλέτρι. Τα κορωνίδκια, τρία μικρά ξύλα που σφηνώνονται κάθετα πάνω στην άκρη του αμματίσματος, από όπου πιάνεται ο λουρικός και σύρεται το άροτρο. Το ακάιν, μεταλλικός κρίκος που στερεωνόταν με τον λουρικόν πάνω στον ζυγό (Ιωνάς 2001, 381-390). Οι γεωργοί είχαν συνήθως δύο και τρία αλέτρια για να μπορούν να συνεχίσουν το όργωμα σε περίπτωση σπασίματος κατά το όργωμα. Ο φόβος για σπάσιμο του αρότρου κατά την εποχή της καλλιέργειας ήταν τόσο μεγάλος που κάθε γεωργός φρόντιζε να έχει όχι μόνο δεύτερο, αλλά και τρίτο άροτρο. Σχετικό ήταν και το γνωμικό: «Για το κωρονίν (που έσπασε) έμεινεν άσπορος», εννοώντας ότι ο γεωργός δεν έλαβε τα μέτρα του και για την ελάχιστη ζημιά που έπαθε το αλέτρι του έμεινε χωρίς σπορά (Ιωνάς 2001, 43). «Το ξυλάλετρον αποτελείτουν ’πού [’πού = από] τρία κομμάθκια [κομμάθκια,τα = τα κομμάτια < κομμάτιν,το] που τσ̆αττίζουνταν [τσ̆αττίζω = (συν)ταιριάζω μεταξύ τους δύο ή περισσότερα πράγματα, συναρμολογώ], τα θκυο [θκυο = δυο] φτερά, ένα σε κάθε πλευράν, τζ̆αι τον νούρον που εκράτεν ο άνθρωπος, ο ζευκαλάτης. Τα τρία κομμάθκια, το έναν ήτουν το αμμάτισμαν, το άλλον η βούλα τζ̆αι το άλλον το ποάριν» (Μαυροκορδάτος 2003, 309). Το ξύλινο αλέτρι (Ησιόδειο άροτρο) αντικαταστάθηκε στον 20ό αιώνα από το σιδερένιο άροτρο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για το διόλισμα και τον σπόρο. Μέρη του ήταν ο σκελετός, οι ζάμπες, η παπούτσα, τα φτερά, τα νιά, οι τροχοί, ο άξονας, η σούστα, και ο πισινός. Ο άλυσος [άλυσος,ο = η αλυσίδα] ζύγιζε δυο οκάδες για να τραβά το σιεράλετρο [σιεράλετρο,το = το σιδερένιο άροτρο] (Ξυστούρης 1980, 289; Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα αλέτρι, 363). Ουσιαστικά, η εγκατάλειψη του ξύλινου αρότρου έλαβε χώραν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ραγδαία εκμηχάνιση της οικονομίας (Υπουργείο Γεωργίας 2012, 7).
Κυπριακή Ονομασία
Ελληνική Ονομασία
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις
ΕΤΥΜ. < άλυτρον < αρχ. άροτρον (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα άλετρον,το, 46) Η λέξη αλέτρι παράγεται από τη λέξη άροτρον, με τροποποίηση της παραλήγουσας ρο σε λε (άροτρον, άλετρον). Μπορεί όμως να παράγεται και από το θέμα αλε- του αλέω, οπότε και σημαίνει το όργανο δια του οποίου αλέθεται, ανατρέπεται η γη, το χώμα. Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως ο πληθυντικός της λέξης είναι τα άλετρα και αλέτρια. Το υποκοριστικό της λέξης είναι το αλετρού(δ)ιν και στον πληθυντικό, τα αλετρούδκια. Ο τεχνίτης ονομαζόταν αλετράρης και στον πληθυντικό, οι αλετράρη(δ)ες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα άλετρον,το, 121). Το ξύλινο αλέτρι ονομάζεται και ξυλαλέτριν (Δημοτικό Σχολείο Ορούντας 1993, 72-73), ενώ το αντίστοιχο σιδερένιο, σιεράλετρον (Ξυστούρης 1980, 289).
Τρόπος Χρήσης
Γεωργία / Κτηνοτροφία
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία Χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Το επάγγελμα του αλετράρη ήταν μια από τις πιο παλιές ειδικότητες που υπήρχε για τους ξυλοτεχνίτες. Οι αλετράρη(δ)ες ήταν διεσπαρμένοι σε όλο το νησί και είχαν τα εργαστήρια τους στα χωριά της υπαίθρου ή τις παρυφές των αστικών κέντρων για να προσφέρουν σε κάθε εργάτη της γης τα απαραίτητα καλλιεργητικά εργαλεία. Στη Λευκωσία, οι αλετράρη(δ)ες ήταν συγκεντρωμένοι στη συνοικία του Τταχτακαλά μέχρι και τη δεκαετία του ’60 μαζί με τους καρρεττάρη(δ)ες [καρρεττάρης,ο = ο κατασκευαστής καρρεττών]. Στα χωριά, οι αλετράρη(δ)ες εργάζονταν συνήθως κάτω από τον ημιυπαίθριο χώρο του ηλιακού στο σπίτι τους, ενώ κατά τα καλοκαίρια έστηναν και καλύφην [καλύφη,η = πρόχειρο στεγάδι] σε υπαίθριο χώρο έξω από το σπίτι. Τα ξύλα με τα οποία κατασκευάζονταν τα διάφορα μέρη του αλετριού δεν ήταν όλα τα ίδια. Τα κύρια μέρη του αλετριού, δηλαδή η βούλα και το πο(δ)άριν, ήταν πάντοτε από στερεό ξύλο λατζ̆ιάς ή περναριού που ο αλετράρης φρόντιζε να εξασφαλίζει από ορείτες [ορείτης,ο = ο κάτοικος των ορεινών χωριών] ροκόπους [ροκόποςο = ο ξυλοκόπος] ή, αν είχε την ευχέρεια, να κόβει ο ίδιος μέσα από το δάσος. Αν, λόγω απόστασης από τις περιοχές των ορεινών, ήταν δύσκολη η εξασφάλιση των ξύλων αυτών, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και ξύλο αγριοχαρουπιάς, που θεωρούσαν εξίσου στερεό. Τα ξύλα για το αμμάτισμαν και τον άδρωπον ή πισινόν μπορούσαν να είναι από ξύλο πεύκου ή κυπαρισσιού. Κατά τον 20ό αιώνα κάποιοι από τους εμπόρους, κυρίως της Λευκωσίας, έκαναν εμπορία ξυλείας και κατάφεραν να παίζουν και τον ενδιάμεσο ρόλο μεταξύ ροκόπων και αλετράρη(δ)ων και έτσι οι τελευταίοι μπορούσαν να έχουν σίγουρη πηγή προμήθειας κατάλληλων ξύλων για επισκευή ή κατασκευή αρότρων. Τα ξύλα για την επισκευή ή κατασκευή ενός αρότρου μπορούσαν επιπλέον και να προσκομίζονται από τους ίδιους τους αγρότες, ύστερα από δικές τους υλοτομίες ή αγορές και έτσι ο αλετράρης περιοριζόταν μόνο στην προσφορά υπηρεσιών. Μετά τη δεκαετία του ’60 τα εισαγώμενα μηχανικά μέσα λιγόστεψαν τις ανάγκες σε ότι αφορά την προσφερόμενη υπηρεσία από τους αλετράρηδες και σιγά-σιγά το επάγγελμα άρχισε να εγκαταλείπεται (Ιωνάς 2001, 381-390).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία. Δημοτικό Σχολείο Ορούντας (1993), Η Ορούντα. Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία. Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία. Ξυστούρης Σ. (1980), Η κωμόπολη της Λύσης: ιστορική, κοινωνική, γεωργική και λαογραφική επισκόπηση, Λευκωσία. Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία. Ταουσιάνης Χ. (1988), Το Ριζοκάρπασο στο φακό: λεύκωμα, Λευκωσία. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2012), Η παραδοσιακή καλλιέργεια των σιτηρών στην Κύπρο, Λευκωσία. Πηγή φωτογραφίας: «Ο εξοπλισμός του οργώματος. Στο πάτωμα και ακουμπισμένο στον τοίχο διακρίνεται το ξύλινο αλέτρι» (Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας)
Ερευνητής / Καταχωρητής
Στάλω Λαζάρου, Τόνια Ιωακείμ, Ελένη Χρίστου, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος, Σάββας Πολυβίου
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
αμμάτιν - αμμάτισμαν,το
Το μακρύ ξύλο του αλετριού που το συνδέει με τον ζυγό και τα ζώα.
δουκάνη,η
Εργαλείο για το λιάνισμα των δημητριακών. Χρησιμοποιείται στο αλώνισμα.
ζευκαρικά,τα
Τα ηνία των βοδιών.
ζυός - ζυγός,ο
θερνάτζ̆ιν (θερνάτζιν) - πενταόντιν,το
Εργαλείο για το αλώνισμα.
Χρειώδη γεωργού
Επισυνάπτεται κείμενο με διάφορα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για τον γεωργό: Ξυστούρης Σ. (1980) 286-292.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Δημοτικό Σχολείο Ορούντας (1993), Η Ορούντα.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Ξυστούρης Σ. (1980), Η κωμόπολη της Λύσης: ιστορική, κοινωνική, γεωργική και λαογραφική επισκόπηση, Λευκωσία.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984-1991), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1-15, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Ταουσιάνης Χ. (1988), Το Ριζοκάρπασο στο φακό: λεύκωμα, Λευκωσία.
Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2012), Η παραδοσιακή καλλιέργεια των σιτηρών στην Κύπρο, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τεχνικές παρασκευής τροφίμων
όργωμα,το
Προετοιμασία χωραφιού για σπορά
σπορά,η
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
Σπορά, Θερισμός, Παραδόσεις Ζώδιας
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής