Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
θέρος,το
Το θέρισμα.
Περιγραφή Τεχνικής
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Περιγραφή Τεχνικής
Περιγραφή τεχνικής
Το θέρισμαν γινόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι κατά τους μήνες Μάϊο και Ιούνιο. Τέλη Απριλίου άρχιζε το θέρισμα του κριθαριού και τον Μάιο του σιταριού. Πριν εμφανιστούν τα μηχανικά μέσα, ο θερισμός γινόταν με τη «φασούλαν», το δρεπάνι. Σχημάτιζαν δεμάτια, τα φόρτωναν στις άμαξες ή στα γαϊδούρια, που έφεραν σαμάρι ή σάμαν, όπως το έλεγαν, και τα έφερναν στα αλώνια. Τα στοίβαζαν σε σωρούς και όταν τέλειωνε ο θερισμός άρχιζε το αλώνισμα (Πίπης 2000, 102; Δημοτικό Σχολείο Αγίας Βαρβάρας 1991, 59; Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 321). Ο Ιωἀννης Ιωνάς στα «Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου» αναφέρει τα εξής για τον θερισμό: Οι εργασίες του θερισμού και γενικά της συγκομιδής άρχιζαν μετά τη Λαμπρή. Πρώτα ωρίμαζαν τα ψυχανθή, τα οποία μαζεύονταν με το χέρι, και τα κριθθάρκα [κριθθάρκα,τα = τα κριθάρια < κριθάρι,το]. Στην περιοχή της Μεσαορίας [Μεσαορία,η = η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανάμεσα στα όρη Τρόοδος και Πενταδάκτυλος] έλεγαν πως όποια εποχή και αν ήταν το Πάσχα, είτε αρχές του Μάρτη είτε τέλη, είτε μέσα του Απρίλη, τα σπαρτά έπρεπε «να δώσουν», δηλαδή να έχουν ωριμάσει και να είναι έτοιμα για θερισμό. Μέχρι τον Ιούνη ο θερισμός του σιταριού, του κριθαριού και του ροβιού [ρόβιν,το = = είδος δημητριακών (το ψυχανθές Evrum Ervilia)] έπρεπε να είχε τελειώσει, για να μην κασ̆άσουν [κασ̆άζω = υπερωριμάζω] με αποτέλεσμα «να σκορπά ο καρπός», δηλαδή να αποκολλάται από τις κουτσούλλες [κουτσούλλα,η = στάχυ δημητριακών] και να χάνεται πέφτοντας στο έδαφος. Εξάλλου, έπρεπε να προληφθούν και οι μπόρες του καλοκαιριού, που κάποτε τύχαινε να πλημμυρίσουν τη Μεσαορία. Μέσα στο χωράφι ετοιμαζόταν η μεγάλη αράδα για τη μεγάλη επίθεση. Οι θεριστάδες που ήταν πλέον έτοιμοι μπορούσαν, ύστερα από επί τόπου συνεννόηση για τη μεριά απ’ όπου θα ξεκινούσαν, να ορμήσουν με τα ακονισμένα δρεπάνια και τις πλατιές χέρες τους στον αγώνα που θα τέλειωνε μόνο όταν όλο το γέννημα θα έμπαινε στα αμπάρια. Βιάζονταν ν’ αδράξουν και να κόψουν όσο το δυνατό πιο πολύ σταχυωμένο καρπό πριν τους βρει ο καυτός ήλιος γιατί αν τα στάχυα ήταν κασασμένα, έπρεπε να θεριστούν με την νοθκιάν, δηλαδή την πρωινή υγρασία, για να μην λουβά [λουβώ = ξεκοκκίζω] και χάνεται ο καρπός. Οι μαντοί [μαντός,ο = ο κεφαλόδεσμος] και αργότερα τα καπέλα ήταν τα πιο απαραίτητα προστατευτικά στην κάψα του ήλιου. Έπαιρναν τη θέση τους οι θεριστές μπροστά στο πρώτο αντάτζ̆ιν [αντάτζ̆ιν,το = τμήμα χωραφιού για θερισμό ή άλλη καλλιέργεια, που κανονίζει ο πρωταρκάτης] που έκοβε ο πρωταρκάτης [πρωταρκάτης,ο = ο επικεφαλής των θεριστών] και με τα δρεπάνια αντάκωναν [αντακώννω = αρχίζω] τον θερισμό σταυρώνοντας τον ουρανό με τα δρεπάνια και επικαλούμενοι τις ευλογίες και τη δύναμη του Θεού. Ο πρωταρκάτης ήταν ο καλύτερος θεριστής που έμπαινε πρώτος από αριστερά της γραμμής και θερίζοντας χώριζε το αντάτζ̆ιν που θα έκοβαν οι άλλοι σε καθορισμένη ώρα. Ο τελευταίος στα δεξιά, ο οποίος ήταν πάντα στην άκρη του αντατζ̆ιού, όπου οι άκριες δεν ήταν πάντοτε ευθυγραμμισμένες, έπρεπε, εκτός από το κομμάτι του, να θερίζει και όσα άφηνε ο διπλανός του πίσω, αφού συχνά η πορεία που ακολουθούνταν δεν ήταν τελείως ευθυγραμμισμένη. Όποιος ήταν αργός και ξέκοβε ονομαζόταν ροάρης ή λαδάρης και δεχόταν τα συνεχή πειράγματα των άλλων ότι «έτρωεν βάκλες [βάκλα,η = η παχιά ουρά προβάτου]». Οι γυναίκες ήταν αγκαλιαρκές, έκαναν δηλαδή αγκάλες [αγκάλη,η = το χερόβολο] από στάχυα που στη συνέχεια έδεναν σε δεμάτια. Κάθε θεριστής είχε και μια αγκαλιαρκά, η οποία, ακολουθώντας τον, μάζευε τις δέσμες των σταχυών και έφτιαχνε τα δεμάτια. Πρώτα με δύο μικρές δέσμες, σταυρώνοντας και δένοντας τα δύο άκρα, έφτιαχναν το δεματικόν, το οποίο τοποθετούσαν κατά γης και το γέμιζαν με δέσμες από στάχυα προτού το κλείσουν στριφογυρίζοντας τα άλλα δύο άκρα. Αν ο αριθμός των θεριστών δεν ήταν αρκετά μεγάλος, μπορούσαν και οι γυναίκες να μπουν στην ομάδα, αλλά με μικρά δρεπάνια, τα φασούλια ή τα κατσούνια. Στον θερισμό συμμετείχαν και τα παιδιά. Τα αντάτζ̆ια θερίζονταν το ένα μετά το άλλο και τα δεμάτια δένονταν καθώς τα παιδιά αναλάμβαναν και κουβαλούσαν νερό με τις κολύζες ή τις κορύπες [κορύπα,η = είδος πήλινου αγγείου για νερό] στους θεριστές. Όταν τέλειωνε και η τελευταία σταγόνα του πολύτιμου στοιχείου, πήγαιναν με τα γαϊδούρια ως τη βρύση του χωριού και έφερναν ξανά και ξανά όσο νερό χρειαζόταν. Η εργασία συνεχιζόταν ασταμάτητα μέχρι που θερίζονταν όλα τα χωράφια. Στον τελειωμό του θερισμού οι θεριστές έριχναν την τελευταία δέσμη των σταχυών στον αέρα και έλεγαν «καλήν ευλοΐαν [ευλοΐα,η = η ευλογία]». Το γομάρκασμαν, δηλαδή το φόρτωμα των δεματίων από τις θημωνιές στα γαϊδούρια με τη βοήθεια των διχαλωτών δικρανιών [δικράνιν,το = γεωργικό εργαλείο], απαιτούσε τέχνη, αφού, τα δεμένα δεμάτια έπρεπε να τοποθετηθούν και να δεθούν με τρόπο που να ισοβαρούν στις μεριές του γαϊδουριού. Οι μεγάλοι παραγωγοί, οι οποίοι είχαν χωράφια κυρίως στα πεδινά μέρη, χρησιμοποιούσαν το βουάμαξον [βουάμαξον,το = η βοϊδάμαξα], την καρρέτταν [καρρέττα,η = δίτροχο γεωργικό αμάξι από δυο ζώα (συνήθως βόδια)] ή το κάρο και η μεταφορά γινόταν πολύ πιο γρήγορα. Για το φόρτωμα στο βουάμαξο χρειάζονταν δύο άτομα. Ένα κάτω από το αμάξι για να καρφώνει με το δικράνι τα δεμάτια και να τα σηκώνει μέχρι το ύψος του αμαξιού και ένα πάνω στο αμάξι για να στοιβάζει τα δεμάτια κανονικά και να μην δημιουργούνται ανωμαλίες. Οι σωροί των δεματιών ήταν κανονισμένοι να έχουν ποσότητα δεματίων όση έπαιρνε μια αμαξιά, δηλαδή το φορτίο ενός αμαξιού. Βέβαια οι αμαξιές εξαρτιόνταν και από το έδαφος της διαδρομής που θα έκανε το αμάξι μέχρι το αλώνι, διότι, αν αυτό ήταν ανώμαλο, δεν έπρεπε να μπουν πολλά δεμάτια για να μην πέφτουν από τα πολλά ταρακουνήματα. Έβαζαν 7 ή 8 όρτινους, δηλαδή 140-240 δεμάτια. Το δέσιμό τους πάνω στο αμάξι γινόταν με σχοινιά από κάνναβη. Το άτομο που ήταν κάτω μετέφερε με τη βοήθεια του δικρανιού το σχοινί σ’ αυτόν που ήταν πάνω στο αμάξι και αυτός περνούσε το σχοινί για να δεθεί πάνω στα πλαϊνά και το τριφουσκάριν με τις καβίλιες στο πίσω μέρος του αμαξιού που βοηθούσε να σφίξει. Συνήθως, τη μεταφορά στο αλώνι αναλάμβαναν και τα παιδιά με συνεχή πεζό πηγαινοερχομό και οδηγώντας δύο ή τρία γαϊδούρια μαζί, όταν δεν υπήρχε αμάξι (Ιωνάς 2001, 50-55, 71-72).
Κυπριακή Ονομασία
Ελληνική ονομασία
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις
ΕΤΥΜ. < θέρος (λόγ. ονομασία του θερισμού) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα θέρος,το, 751)
Μέθοδος Επεξεργασίας
Γεωργική / Αλιεία/ Κτηνοτροφία
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Ο θερισμός δεν αφορούσε μόνο τον ιδιοκτήτη γεωργό αλλά όλο το σόι και συχνά ένα μεγάλο μέρος του χωριού. Η ομαδοποίηση επιβαλλόταν από τη φύση της εργασίας αλλά και από το γεγονός ότι πίεζε ο χρόνος, αφού ετίθετο και θέμα υπολογισμού της δεκατείας καθώς και από τον φόβο επιδρομής των λιμπούρων [λίμπουρος,ο = το μυρμήγκι] ή και την απότομη αλλαγή του καιρού. Η αλληλοβοήθεια μεταξύ γειτόνων και συγγενών στον θερισμό ήταν εξάλλου και ευκαιρία για κοινωνική συνύπαρξη. Όλα ξεκινούσαν τα χαράματα, με το φόρτωμα, μέσα στα κοφίνια ή τη συρίζα των σαματωμένων γαϊδουριών, των κούζων του νερού, της χαρκομα(γ)είρισσας [χαρκομα(γ)είρισσα,η = κατσαρόλα από χαλκό] για το πλιγούρι-πιλάφι και τον κουμνιαστό χοιρινό ή τις τιτσιρίες του μεσημεριανού και το κρέμασμα των δρεπανιών και των καλαθιών με το ψωμί, το κρεμμύδι και τις ελιές. Κάποτε όταν τα χωράφια ήταν πολύ μακριά, γινόταν σχεδόν κανονική μετακόμιση με όλα τα χρειώδη για υπαίθριο πολυήμερη διαμονή. Μεταφέρονταν, εκτός από τις κούζες του νερού και τα δρεπάνια, στρωσίδια με σεντόνια, κουβέρτες, παπλώματα, μαγείρισσες, πρώτες ύλες για επί τόπου παρασκευή του φαγητού, κατσίκες, μικρά παιδιά κα οτιδήποτε άλλο ήταν απαραίτητο ή είχε ανάγκη από συνεχή φροντίδα. Στο χωράφι όλα αυτά τα πράγματα κατεβάζονταν για να βρουν θέση στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου ή κάτω από τη σκεπή παραπήγματος που υπήρχε μόνιμα στον χώρο (Ιωνάς 2001, 50-55). Στη Μεσαορία, όπου οι πεδινοί κάμποι με τα σπαρτά ήταν πάρα πολλοί, εργοδοτούνταν για το θερισμό θεριστάδες, που έκαναν καραβάνια και έρχονταν από τη μακρινή Πάφο, την Τυλληρία [Τυλληρία,η = ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού ανάμεσα στον Kόλπο Χρυσοχούς και τον Kόλπο της Μόρφου] και την Πιτσιλιά [Πιτσιλιά,η = ορεινή περιοχή στην Κύπρο, ανάμεσα στον Μαχαιρά και στη Μαδαρή. Περιλαμβάνει 41 χωριά των επαρχιών Λεμεσού (20), Λευκωσίας (19) και Λάρνακας (2)] (Ιωνάς 2001, 50-55; Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 321). Πολλοί έρχονταν φέρνοντας μαζί τους όλη την οικογένεια τους. Στην περιοχή έρχονταν θεριστές ακόμα και από τη Συρία. Το μεροκάματο τη δεκαετία του ’30 ήταν δέκα ως δεκαπέντε γρόσια για τους άνδρες και έξι ως εννέα για τις γυναίκες συν το λιτό φαγητό που πρόσφερε ο εργοδότης γεωργός (Ιωνάς 2001, 50-55). Πάνω στη λαβή του δρεπανιού έβαζαν για στόλισμα πολύχρωμα φλοκκάκια ή πολύχρωμες λωρίδες από ύφασμα. Έβαζαν ακόμη και κουδούνια που με τον ήχο τους ευχαριστούσαν ολημερίς την ομάδα των θεριστάδων (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 321). Οι θεριστές για να ξεχνούν την κάψα του καυτερού ήλιου και την κούρασή τους τραγουδούσαν και έκαναν πάτημαν [κάνω πάτημα = κρατώ ρυθμό]. Τραγουδούσαν τσ̆αττιστά [τσ̆αττιστόν,το = δίστιχο ομοικατάληκτο τραγούδι] ή τραγούδια τα οποία δημιουργούσαν την απαιτούμενη ευχάριστη ατμόσφαιρα με την οποία το χωράφι θα ευχαριστούνταν και θα είχε χρόνο με χρόνο τη διάθεση για πραγματική ευφορία και καλή παραγωγή. Πρώτα ξεκινούσε το τραγούδι-σύνθημα: «Τραγούδα συντροφάκιν μου να πούμεν ’πού [’πού = από] πεντ’ έξι να πάμε ως τα εκατό να δούμε ποιος να ρέξει.» Οι άλλοι απαντούσαν αμέσως με το τραγούδι: «Ευχαριστώ σου τζ̆ι είπες το αυτό το τραγουδάκιν τζ̆ι άνοιξες την καρδούλα μου σαν το ροδοφυλλάκιν.» Στη συνέχεια, τα τραγούδια ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο με αρχή γενόμενη από έναν από τους θεριστές. Τίποτε δεν σταματούσε τον θερισμό εκτός από τις τρείς καθορισμένες ανάπαυλες για φαγητό. Ο Χατζησάββας Χατζηνικόλα από την Ακανθού αναφέρει: «Σαν παρπατούμεν [παρπατώ = περπατώ] το αντάτζ̆ιν [αντάτζ̆ιν,το = τμήμα χωραφιού για θερισμό ή άλλη καλλιέργεια, που κανονίζει ο πρωταρκάτης] τζ̆αι θερίζουμεν κάμνουμεν πάτημαν. Είναι ο καλύτερος τρόπος θέρους. Το πάτημαν είναι κίνησις ρυθμική για να θερίσουν όλοι μαζί. Ένας καλοφωνάρης τραγουδά. Ο καλός θεριστής κάμνει πάτημαν, ξεπερνά τον διπλανό του και τον εξαναγκάζει να προχωρήσει και εκείνος. Το πάτημα είναι τρόπος θερισμού σε ρυθμό χορού. Ο χορός του δρεπανιού περιέχει τις κινήσεις του» (Ιωνάς 2001, 50-55). Στις εννιά η ώρα κάθονταν όλοι να μπουκκώσουν, να πάρουν δηλαδή το πρόγευμά τους, που περιλάμβανε ψωμί, ελιές, χαλλούμιν [χαλλούμιν,το = είδος κυπριακού λευκού και αλατισμένου τυριού] και κρεμμύδι. Το μεσημέρι σταματούσαν για να ξεκουραστούν λίγο και να φάνε το πιλάφι τους, που το έφερνε η νοικοκυρά από το σπίτι. Στις περιπτώσεις που η νοικοκυρά ήταν μέσα στην ομάδα του θέρους έψηνε το πιλάφι επί τόπου, φτιάχνοντας μια πρόχειρη νιστιά [νισκιά,η = η εστία] με πέτρες. Το απόγευμα γύρω στις τέσσερις πάλι σταματούσαν, για να «δειλινιάσουν» [δειλινιάζω = τρώω απογευματινό] με ελιές, χαλλούμιν, κρεμμύδι και ψωμί. Το βράδυ η νοικοκυρά έστελνε στον καθένα μια κούπα φαγητό κι ένα ψωμί. Στις γυναίκες που είχαν οικογένεια και δεν μπορούσαν να μαγειρέψουν, λόγω της απουσίας τους στο χωράφι, έστελναν φαγητό για όλους (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 321). Στον τελειωμό του θερισμού, οι θεριστές άφηναν τη μηλιάν, ένα τελευταίο κομμάτι αθέριστο μέσα στο οποίο κάθιζαν τον ιδιοκτήτη. Η μηλιά ήταν σύμβολο κλεισίματος του κύκλου της ευφορίας και της παραγωγής. Το τέλος κάθε εργασίας συνοδεύεται πάντοτε με επίκληση προς την ευλογία του Θεού. Ο ιδιοκτήτης απειλείται με τα δρεπάνια από τους θεριστές, οι οποίοι κάνουν κύκλο γύρω του, για να του υπενθυμίσουν ότι ο κύκλος της παραγωγής τέλειωσε και πρέπει να προσφέρει σε όλους γλέντι. Πρώτη θέση στο γλέντι είχαν τα πουλιά και οι καλόγεροι (τα μυρμήγκια) που θα έτρωγαν τον καρπό που κρατούσε ο ιδιοκτήτης πάνω από το κεφάλι του και θα έπεφτε λίγο-λίγο κάτω από τα δυνατά δρεπανοχτυπήματα και τα κοψίματα των πρωταγωνιστών της μηλιάς. Η μηλιά δεν ήταν απλώς τραγούδι αλλά ολόκληρη θεατρική και χορευτική παράσταση με τον νοικοκύρη να κάθεται στο κέντρο κύκλου που σχημάτιζαν χορεύοντας οι θεριστές γύρω του. Όλοι οι θεριστές, με το πρόσταγμα εκείνου που έκανε τον αρχηγό, στήνανε χορό με τα δρεπάνια γύρω από τον καθισμένο ιδιοκτήτη, ο οποίος κρατούσε ένα δεμάτι πάνω από το κεφάλι του. Οι εργάτες χόρευαν γύρω του γυρίζοντας με σβελτάδα το δρεπάνι γύρω από το κορμί τους και προχωρώντας προς τον ιδιοκτήτη έκοβαν λίγα από τα στάχυα του δεματιού που σήκωνε πάνω από το κεφάλι του. Ο ιδιοκτήτης σχεδόν πιασμένος από τον λαιμό, με τα δρεπάνια που γύριζαν ολόγυρα του οι θεριστές, εκαλείτο «να τάξει», δηλαδή να υποσχεθεί, κότες, γίδες, ψητά, κρασί, λουκουμάδες ή οτιδήποτε άλλο του ζητούσαν οι θεριστές για το γλέντι και τη γιορτή των ποθερκών, δηλαδή του τελειωμού του θερισμού. Το τραγούδι της μηλιάς: «Γύρου-γύρου [γύρου-γύρου = γύρω-γύρω] της μηλιάς κόβκω [κόβκω = κόβω] μήλα τζ̆αι κλωνιά [κλωνίν,το = το κλαδί] κόβκω μήλα κότσ̆ινα [κότσ̆ινον,το = το κόκκινο] τζ̆αι νακκουρίν [νακκουρίν = λίγο] γλυκόξινα ο Γληόρης εγληόραν τζ̆ι ο Μελέτης εμελέταν Του Μελέτη την γεναίκαν ο Γληόρης την επήρεν Γύρω τριγύρου της μηλιάς ω-χου! και πάλι ξανατριγυρίζω να κόψω μήλα τζ̆αι κλωνιά τζ̆αι πάλι ξανατριγυρίζω τζ̆αι κόβκω μήλα όξινα [όξινον,το = το ξινό] τζ̆αι νακκουρίν γλυκόξινα ω-χου!» (Τελευταίοι οι θεριστάδες έβαλλαν τα δρεπάνια στην τζ̆εφαλήν [τζ̆εφαλή,η = το κεφάλι] του νοικοκύρη τζ̆αι του ζητούσαν να τους κάμει τραπέζι και δεν τον άφηνναν αν δεν τους έδινε υπόσχεση). Προτού αναχωρήσουν για το σπίτι, η γυναίκα του ιδιοκτήτη έκανε με τα στάχυα της μηλιάς και ένα στεφάνι, το οποίο έπαιρνε μαζί της για να κρεμάσει κάπου σ’ ένα από τους τοίχους του σπιτιού. Ο κύκλος του θερισμού έκλεινε με μεγάλο γλέντι που γινόταν στο σπίτι του ιδιοκτήτη, για να πλημυρίσει σ’ αυτό η χαρά. Χαρά που έμελλε να επηρεάσει με τις δονήσεις της και τη νέα αρχή στον κύκλο παραγωγής που θα ξεκινούσε και πάλι αργότερα. Στο γλέντι τραγουδιόνταν τραγούδια για την αγάπη, τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τη νοικοκυρά και τραγούδια με κύριο χαρακτηριστικό τον αστεϊσμό. Ορισμένοι μεγάλοι γαιοκτήμονες έφερναν για το μεγάλο γλέντι μουσικούς με βιολί και λαγούτο (Ιωνάς 2001, 67-68, 71-72).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Δημοτικό Σχολείο Αγίας Βαρβάρας (1991), Η Αγία Βαρβάρα, Λευκωσία. Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία. Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. (1998), Περιστερωνοπηγή. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974, Προσφυγικό σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», Λευκωσία. Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα. Πίπης Χ. (2000), Αργάκι: 1800-1974, Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ, Λευκωσία.
Ερευνητής / Καταχωρητής
Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Σιτηρέσιο
Διατροφή εργατών κατά τον θερισμό
διατροφικές συνήθειες των γεωργών
Ο γεωργός ξεκινούσε τη μέρα του πριν τα χαράματα, συνήθως στις 2 ή 3 το πρωί με ένα δυναμωτικό πρωινό που περιλάμβανε συνήθως σούπα με πουρκούριν [πουρκούριν,το = το πλιγούρι] και φιδέν [...] Γύρω στις 9 με 10 το πρωί, όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, σταματούσε τις εργασίες για να ξαποστάσει και να μπουκκώσει [μπουκκώννω = προγευματίζω].
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
δρεπάνιν,το
Δρεπάνι ή δρέπανος ή δρεπάνη: εργαλείο που χρησιμοποιείται στον θερισμό για τη συγκομιδή καρπού.
φασούλιν,το - φασούλα,η
Δρεπάνι μικρότερου μεγέθους.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Δημοτικό Σχολείο Αγίας Βαρβάρας (1991), Η Αγία Βαρβάρα, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. (1998), Περιστερωνοπηγή. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974, Προσφυγικό σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πίπης Χ. (2000), Αργάκι: 1800-1974, Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τεχνικές παρασκευής τροφίμων
αγκαλιαρκά,η
Η εργάτρια που δένει δεμάτια.
αλώνισμαν,το
Τα ζώα έσερναν τη δουκάνη κυκλικά, για ώρες, πάνω από τα δεμάτια. Ο γεωργός, τον οποίο ονόμαζαν αλωνευτή, έβαζε μια καρέκλα και καθόταν πάνω στη δουκάνη.
απλωταρκάτης,ο
Ο πρωταρκάτης [αρχιεργάτης] στον θερισμό ή στο κλάδεμα.
όργωμα,το
Προετοιμασία χωραφιού για σπορά
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
Σπορά, Θερισμός, Παραδόσεις Ζώδιας
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής