Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
πιθάριν,το
Ονομασία - Χρήσεις
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου
Τα πιθάρια ήταν μεγάλα πήλινα δοχεία που έμοιαζαν με ντεπόζιτα (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία). Στην περιγραφή που δίνει στο Λεξικό του ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, αναφέρεται πως έχουν ευρύ στόμιο, παχιά τοιχώματα και χρησιμοποιούνται για την εναποθήκευση ξηρών ή υγρών τροφών (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα πιθάρι,το, 1404).
Κυπριακή Ονομασία
Ελληνική Ονομασία
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις
Τρόπος Χρήσης
Αποθήκευση / Συντήρηση
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία Χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Χρησιμοποιούνταν για να αλατίζουν ελιές και για να βάζουν λιωμένα σταφύλια για να γίνουν κρασί ή ξίδι (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία). Στα πιθάρια αποθήκευαν μεγάλες ποσότητες νερού για να πλένουν ή να κάνουν μπάνιο. Χρησιμοποιούνταν επίσης για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων λαδιού, αλεύριου (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία; Μαυροκορδάτος 2003, 303). Κατεξοχήν αποθηκευτικά αγγεία στα Μοναστήρια του 18ου – 19ου αιώνα αποτελούσαν, όπως φαίνεται μέσα από τα κατάστιχα, τα πιθάρια. Στα περιουσιακά στοιχεία των Μοναστηριών και των μετοχίων που εξετάζονται εδώ, παρουσιάζονται πιθάρια ως προς το μέγεθος μικρά και μεγάλα, ως προς τη μορφή με τα καππάκια τους, στην Ιερά Μονή Αγίου Ηρακλειδίου, ως προς την κατάσταση γερά και τσακκισμένα, δηλαδή σπασμένα, και ως προς το περιεχόμενο, πιθάρια του λαδιού, του κρασιού, των ελιών, των χαλλουμιών, του τραχανά και του μελιού, αλλά και της αλουσίβας, δηλαδή της στάχτης για το πλύσιμο των ρούχων. Αναλυτικότερα, πιθάρια του λαδιού αναφέρονται στις Ιερές Μονές Μακεδονίτισσας, Αναλιόντα, Αγ. Ηρακλειδίου, Μαχαιρά και Κανακαριάς, καθώς και στο μετόχι του Λιθροδόντα. Πιθάρια του κρασιού εντοπίζονται στην Ιερά Μονή Μακεδονίτισσας και στο μετόχι του Λιθροδόντα, ενώ πιθάρια ελιών αναφέρονται στις Ιερές Μονές Αναλιόντα, Καθάρων, Κανακαριάς και Αγίας Νάπας. Πιθάρια χαλλουμιών [χαλλούμιν,το = είδος κυπριακού λευκού και αλατισμένου τυριού] καταγράφονται στις Ιερές Μονές Αναλιόντα και Αγίας Νάπας, καθώς και στο μετόχι του Πραστειού, ενώ μια και μόνο είναι η αναφορά, στην Ιερά Μονή Κανακαριάς, σε πιθάρια του τραχανά [τραχανάς,ο = χυλός από χοντροαλεσμένο σιτάρι βρασμένο μέσα σε γάλα (τυρόπηγμα) ή ξινόγαλα], που πιθανότατα θα χρησίμευαν στην αποθήκευση του γάλακτος για το εν λόγω έδεσμα. Τέλος, μεμονωμένες είναι και οι αναφορές που γίνονται στα κατάστιχα για πιθάρια του μελιού, του βουτύρου και της αλουσίβας, και που εντοπίζονται στο μετόχι του Λιθροδόντα, στο μετόχι της Αγίας Νάπας στο Πραστειό και στην Ιερά Μονή Χορδακίων αντίστοιχα. Πιθανότατα, τα περισσότερα από τα πιθάρια θα ήταν, λόγω και της χρήσης τους, αλειφτά. Σε ελάχιστες περιπτώσεις παρέχονται πληροφορίες για την προέλευση των πιθαριών, με τον Κόρνο [Κόρνος,ο = κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας] και το Λιβόρνο να αποτελούν τα δύο αναφερόμενα κέντρα κατασκευής. Τα πιθάρια του Κόρνου, τα οποία εντοπίζονται στις Ιερές Μονές Καθάρων και Αυγασίδος, θα χαρακτηρίζονταν από το κόκκινο χρώμα του πηλού, ενώ εκείνα του Λιβόρνου, που αναφέρονται και πάλι στην Ιερά Μονή Αυγασίδος, θα ήταν κατασκευασμένα από ανοιχτόχρωμο πηλό και με κίτρινο υάλωμα (Ριζοπούλου–Ηγουμενίδου 1998, 19). Αν και τον ίδιο σκοπό της αποθήκευσης μεγάλης ποσότητας προϊόντων, θα μπορούσε να τον εκπληρώσει και το βαρέλι, αυτό δεν φαίνεται να προτιμάται: τα βαρέλια που αναφέρονται στα κατάστιχα είναι ελάχιστα και χρησιμεύουν είτε για την αποθήκευση κρασιού (βλ. Ιερά Μονή Μαχαιρά) είτε για τη φύλαξη βουτύρου (βλ. Ιερά Μονή Καντάρας και Αγίας Νάπας) (Χατζηττοφή 2008, αδημοσίευτη μελέτη). Παρασκευή πιθαριών: Ανάλογα με το μέγεθος τους ήταν πενταγόμαρα και εφταγόμαρα κ.ο.κ. Ένα γομάρι αντιστοιχούσε σε 16 κούζες κρασί ή 128 οκάδες. Κατασκευάζονταν επί τόπου απο Φοινιώτες [Φοινιώτης,ο = κάτοικος της κοινότητας Φοινί της επαρχίας Λεμεσού] μαστόρους, οι οποίοι έρχονταν στο Άρσος [Άρσος,το = κοινότητα της επαρχίας Λεμεσού] και διέμεναν για αρκετές μέρες, μέχρι να τελειώσουν όλες τις παραγγελίες. Το χώμα το έφερναν απο το Φοινί [Φοινί,το = κοινότητα της επαρχίας Λεμεσού] οι χωματάρηδες ή οι αγοραστές των πιθαριών. Για την ετοιμασία του πηλού συνήθως ανακάτευαν δυο είδη χώματος, το άσπρο και το κόκκινο. Στη συνέχεια, το άπλωθαν στον ήλιο να στεγνώσει και το κουπάνιζαν [κουπανίζω = κτυπώ στο γουδί], για να σπάσουν οι σβώλοι, με το ξύλινο κουπάνιν [κουπάνιν,το = ο κόπανος]. Ακολουθούσε το κοσκίνισμα για να αφαιρεθούν οι πέτρες και άλλα ξένα σώματα. Το ζύμωμα γινόταν σε μεγάλη ξύλινη γούρνα. Ο πιθαράς έβαζε πρώτα ένα μεγάλο κομμάτι πηλό για να δημιουργήσει την βάση, τον κώλο του πιθαριού. Την ίδια μέρα δημιουργούσε την αρχή για 20-25 πιθάρια. Κάθε μέρα τοποθετούσε ένα κουλούρι-δακτύλιο πηλού σε κάθε πιθάρι και το ένωνε με το κουλούρι της προηγούμενης μέρας. Ο καινούργιος δακτύλιος ήταν απαραίτητο να κρατηθεί υγρός μέχρι την επομένη, γι' αυτό ο πιθαράς τον κάλυπτε με φύλλα συκιάς ή αμπελιού. Η κατασκευή του πιθαριού διαρκούσε 20 έως 40 μέρες ανάλογα με το μέγεθός του. Ακολουθούσε το στέγνωμα άλλες 10-15 μέρες. Το ψήσιμο γινόταν σε καμίνια που χωρούσαν 3-6 πιθάρια. Όταν τελείωνε το πιθάρι, το έδεναν πάνω σε δύο γολίτζια και συνήθως 4-8 ψηλοί και δυνατοί νέοι το μετέφερναν στο καμίνι. Το ψήσιμο διαρκούσε 3 μέρες. Στο χωριό υπήρχαν δύο καμίνια όπου ψήνονταν τα πιθάρια. Ένα στης Ρασ̆ηλούς πίσω από την εκκλησία και ένα στο σπίτι του Νεόφυτου Φιλίππου. Παράλληλα με τα πιθάρια έφτιαχναν και κούζες [κούζα,η = υδρία χωρητικότητας 8 οκάδων], σταμνιά, κούμνες [κούμνα,η = ανοικτόλαιμη στάμνα] και δάνες [δάνα,η = πήλινο αγγείο σε σχήμα μπανιέρας ή μισού πιθαριού] για τα καζάνια και για το πάτημα των σταφυλιών. Στα πλείστα πιθάρια υπάρχει το όνομα του πιθαρά και η ημερομηνία κατασκευής. Πολλά πιθάρια είναι διακοσμημένα με ζωνάρια, σταυρούς και άλλα σύμβολα, όπως μαργαρίτες και ιχθύες. Το εσωτερικό μέρος του πιθαριού το επίσσωνναν με ένα είδος μαύρης πίσσας για στεγανότητα. Την ίδια πίσσα χρησιμοποιούσαν και για τα κολότζια και τα μουδούρκα [μουδούριν,το = ο ασκός]. Σήμερα, παρά τον εκσυχρονισμό της καλλιέργειας, αρκετοί αμπελουργοί χρησιμοποιούν ακόμα τα πιθάρια για παρασκευή κρασιού. Υπάρχουν πιθάρια με ημερομηνίες από το 18ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (Ιωακείμ 2004, 60-61). Οι πιθαράδες του Φοινιού έκαναν τα μεγάλα πιθάρια που ήταν απαραίτητα για την αποθήκευση των κρασιών, αλλά συχνά και άλλων προϊόντων, όπως για παράδειγμα των δημητριακών. Ίσως η έλλειψη ζήτησης, από μια περίοδο και μετά, να μετέτρεψε το ενδιαφέρον για το επάγγελμα των πιθαράδων σε αναζήτηση μεροκάματου από άλλες ασχολίες, όπως για παράδειγμα μεταλλεία. Οι οινοβιομηχανίες, που δημιουργήθηκαν επί Αγγλοκρατίας, συγκέντρωναν σχεδόν όλη την παραγωγή σταφυλιών και οι παραγωγοί δεν χρειάζονταν πλέον μεγάλο αριθμό πιθαριών. Τα πιθάρια στις οινοβιομηχανίες αντικαταστάθηκαν πλήρως με δεξαμενές και ξύλινα βαρέλια. Σήμερα, οι πιθαράδες έχουν εκλείψει παντελώς, λόγω έλλειψης παραγγελιών, και το τελευταίο πιθάρι κατασκευάστηκε σύμφωνα με τον κ. Θ. Πιλαβάκη γύρω στο 1970 (Ιωνάς 2001, 427-430).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Δημητρίου Μ. (2001), Παραδοσιακή αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Εθνογραφικό Μουσείο Κύπρου-Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία. Ιωακείμ Η. (2004), Άρσος υπό την σκεπή του Αποστόλου Φιλίππου, Λευκωσία. Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία. Καρεκλά Κ. (2004), Παραδοσιακή οικοσκευή και διατροφή του χωριού Βατυλή (αδημοσίευτα στοιχεία). Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία. Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου Ε. (1998), Κινητά και ακίνητα πράγματα του Ευαγγέλη Περιστιάνου: Σούδιτου Βένετου του κατά την Σκάλαν της Λάρνακος, Δήμος Λάρνακας, Λάρνακα. Χατζηττοφή Π. (2008), «Υλικός βίος κατά τον 18ο – 19ο αιώνα: "Τά ἐν τῷ ὀσπητίῳ" στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου» (αδημοσίευτη μελέτη υπό την καθοδήγηση της κ. Ευφροσύνης Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου). Πηγή φωτογραφίας: «Πιθάρια» (Δημητρίου 2002, 19)
Ερευνητής / Καταχωρητής
Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
αγγεία και αγγειοπλαστική (18ος - 20ός αιώνας)
Τα αγγεία που κατασκευάζονταν χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του νοικοκυριού, καθώς επίσης και για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων.
αγγεία Φοινιού
Τα πιθάρια του κρασιού είναι τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα του Φοινιού. Χρειάζονταν 10-12 μέρες για να γί&nu...
κιούπι,το
Το πιθάρι.
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
Κρασί
"Αφήνουμε το κρασί στο βαρέλι για σαράντα μέρες και το ξαναπερνούμε από το σουρωτήρι σε ξύλινο βαρέλι ή πιθάρι. Θα μείνει εκεί για τρεις ακόμα περίπου μήνες, οπότε είναι έτοιμο για κατανάλωση. Για καλύτερη ποιότητα κρασιού, ο χώρος που φυλάγεται πρέπει να είναι υγρός και σκοτεινός.(Δημήτρης Παπανεοφύτου, Λάσα Πάφου)
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Δημητρίου Μ. (2001), Παραδοσιακή αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Εθνογραφικό Μουσείο Κύπρου-Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία.
Ιωακείμ Η. (2004), Άρσος υπό την σκεπή του Αποστόλου Φιλίππου, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Καρεκλά Κ. (2004), Παραδοσιακή οικοσκευή και διατροφή του χωριού Βατυλή (αδημοσίευτα στοιχεία).
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου Ε. (1998), Κινητά και ακίνητα πράγματα του Ευαγγέλη Περιστιάνου: Σούδιτου Βένετου του κατά την Σκάλαν της Λάρνακος, Δήμος Λάρνακας, Λάρνακα.
Χατζηττοφή Π. (2008), «Υλικός βίος κατά τον 18ο – 19ο αιώνα: "Τά ἐν τῷ ὀσπητίῳ" στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου» (αδημοσίευτη μελέτη υπό την καθοδήγηση της κ. Ευφροσύνης Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου).
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής