Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
υποζύγιο,το
Περιγραφή Τεχνικής
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Περιγραφή Τεχνικής
Περιγραφή τεχνικής
Ζώο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων, την έλξη τροχοφόρων και άλλες βαριές εργασίες (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα υποζύγιο (το), 1848). Ο αγρότης είχε ανάγκη ενός γαϊδουριού, τουλάχιστον, για τις μετακινήσεις του και βοδιών για την καλλιέργεια με το άροτρο. Τα μουλάρια χρησιμοποιούνταν συχνά στις αρδευόμενες περιοχές, όπου αντλούσαν το νερό με το ξυλαλάκατο (Ιωνάς 2001, 24-28).
Κυπριακή Ονομασία
Ελληνική ονομασία
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις
ΕΤΥΜ. αρχ. ὑποζύγιον < ὑπό + ζύγιον < ζυγός (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα υποζύγιο (το), 1848)
Μέθοδος Επεξεργασίας
Γεωργική / Αλιεία/ Κτηνοτροφία
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Τα βόδια που χρησιμοποιούνταν στην Κύπρο είχαν κύρτωμα στο λαιμό (εξού και το σχήμα του κυπριακού ζυγού) και δεν ήταν καθαρόαιμα, αλλά αποτέλεσμα πολλαπλών διασταυρώσεων. Ανάλογα με τα οικονομικά μέσα και την περιοχή ο γεωργός είχε κανένα, ένα ή δύο βόδια. Στην Καρπασία είχαν κατά μέσο όρο τρία, στην Πάφο περισσότερα, ενώ στα κρασοχώρια συχνά δεν είχαν καθόλου και εκμίσθωναν Παφίτες καλλιεργητές μαζί με τα βόδια τους για το όργωμα των αγρών που διέθεταν. Στην Αθηαίνου και τα Κοκκινοχώρια δεν υπήρχαν πολλά βόδια, διότι στη θέση τους χρησιμοποιούνταν τα μουλάρια. Ο γεωργός περιποιόταν πολύ τα βόδια του γιατί η αξία και η προσφορά τους για την επιβίωση της οικογένειας ήταν πραγματικά μεγάλη. Η παρουσία τους στη φάτνη της γέννησης του Χριστού τα κατέστησε ιερά μέσα στη συνείδηση του λαού. Μάλιστα στη γιορτή των Χριστουγέννων συμμετείχαν και αυτά. Ένα μέρος των κολλύβων που αγιάζονταν στην εκκλησία, ήταν δικό τους, ενώ αργότερα, τα Φώτα, άναβαν κεριά με το Άγιο Φώς και τα κολλούσαν πάνω στα κέρατά τους. Ως πιο δυνατά θεωρούνταν τα τρουλιά, των οποίων τα κέρατα κάμπτονταν ελαφρά προς τα μέσα για να σχηματίσουν την περιφέρεια ανοιχτού κύκλου. Ως πιο γουρλίτικα θεωρούνταν τα μελισσιά βόδια. Οι λαγάες ήταν κακοσήμαδοι λόγω του μαύρου χρώματός τους και σύμφωνα και με την παροιμία «Μαντήλιν γεμάτον χρυσάφιν να το εύρεις χαμαί τζαί να είναι μαύρον, μεν το πκιάεις- όι να βάλεις έσσω σου βούιν μαύρον». Θεωρούσαν το βόδι ως καλό, αν είχε δυνατή τζύμπην [εξόγκωμα στο σβέρκο] για να μπορεί να κάθεται ο ζυγός με άνεση και να μην γλιστρά κατά το δυνατό και συνεχές τράβηγμα του αρότρου. Δίνονταν ονόματα στα βόδια τα οποία στηρίζονταν στο χρώμα του τριχώματός τους (Μαύρος, Μέλισσος, Ρούσος, Πάτσαλος κ.λπ.), στο σχήμα των κεράτων τους (Τρούλλου ή Τρούλλα) και από άλλα χαρακτηριστικά (με καμπούρα κ.λπ.) και με αυτό τον τρόπο αυτά μπορούσαν να παίρνουν εντολές, να υπακούουν και να οδηγούνται από το γεωργό. Ο ρυθμός βαδίσματος των βοδιών έπρεπε απαραιτήτως να είναι ο ίδιος με εκείνο του ζευγολάτη, διότι διαφορετικά θα προξενούσαν, εκτός από τη μεγάλη κούραση και πολλές ζημιές, με σπασίματα στα διάφορα μέρη του αρότρου και του ζυγού. Γι’ αυτό και τα νεαρά βόδια υποβάλλονταν σε εκπαίδευση για να μάθουν να είναι ήρεμα και να βαδίζουν στον απαιτούμενο ρυθμό. Το νεαρό βόδι μάθαινε κατ’ αρχήν να βαδίζει μόνο πίσω από τον γεωργό που κρατούσε το σχοινί και ύστερα, σε δεύτερο στάδιο, να μπει δίπλα από άλλο ζώο που ήταν ήδη εκπαιδευμένο και είχε την απαραίτητη πείρα. Του τοποθετούσαν τον ζυγό με τις ζέβλες στο σβέρκο του και άρχιζε η εκπαίδευση στο χωράφι. Με τις άπειρες και απότομες κινήσεις του, συχνά έσπαζαν οι ζέβλες, αλλά ο γεωργός, αφού τις αντικαθιστούσε συνέχιζε, μέχρι το ζώο να μάθει να περπατά κανονικά στον ρυθμό του οργώματος. Σε δεύτερη φάση ο γεωργός στερέωνε και το άροτρο πάνω στον ζυγό, αλλά χωρίς το υνί. Δεν έβαζε το υνί για να «μην νεβροκόψει το χτηνόν», όπως έλεγαν, δηλαδή να μην του προκαλέσει θλάσεις των μυών, λόγω του βάρους του ζυγού και του ταυτόχρονου δυνατού τραβήγματος του βυθισμένου στο χώμα υνίου. Έπρεπε το νεαρό βόδι να συνηθίσει σιγά-σιγά στη βαριά εργασία. Όταν περνούσε αυτό το στάδιο, έπρεπε να μάθει να βαδίζει με τον ίδιο ρυθμό στο καλλιεργημένο και το ακαλλιέργητο χωράφι. Αυτό διότι κατά το όργωμα το ένα βόδι βαδίζει μέσα στο ακαλλιέργητο ακόμα χώμα και το άλλο μέσα στο καλλιεργημένο. Στο τέλος κάθε διαδρομής μέσα στο χωράφι τα ζώα κάνουν στροφή και έτσι εκείνο που βάδιζε στο ακαλλιέργητο χώμα θα βρίσκεται στο καλλιεργημένο, ενώ το άλλο αντιθέτως θα βρίσκεται στο ακαλλιέργητο. Με πολλή υπομονή και όχι απότομη μεταχείριση επιτυχαινόταν ο στόχος και ο γεωργός είχε ένα νέο και δυνατό συμπαραστάτη για τη σκληρή εργασία του οργώματος. Τα βόδια συχνά ενσταβλίζονταν μέσα στο μονόχωρο που χρησιμοποιούσε η οικογένεια για κατοίκηση. Οι πάγνες, δηλαδή τα παχνιά, χτίζονταν στη μια από τις στενές πλευρές του μονόχωρου μακρυναριού. Το πάτωμα ήταν από απλό πηλό και άχυρα και συντηρείτο σχεδό συνεχώς. Την περίοδο της σποράς, ο κάθε γεωργός έπρεπε να ταΐσει τα βούδκια του ζευκαρκού [τα βόδια του οργώματος] με άχυρο και κούτσισμαν (ρόβιν, φαβέτταν, και κριθάρι για τους γαϊδάρους αν συμμετείχαν και αυτοί στο όργωμα) τέσσερις-πέντε φορές στη διάρκεια της νύχτας. Έτσι, είτε ο μισταρκός, είτε ο ζευγολάτης, είτε η γυναίκα του, είχαν ολονυχτίς το νου τους στην πάγνην [το παχνί], που έπρεπε να είναι σχεδόν συνέχεια γεμάτη. Κάθε αγρότης όφειλε να έχει στην κατοχή του, εκτός από το ζεύγος των βοδιών, μουλαριών ή ενός βοδιού και ενός γαϊδουριού, ένα ζυγό που άρμοζε στο σβέρκο των ζώων, που θα χρησιμοποιούνταν για το όργωμα, μαζί με το ανάλογο αμμάτιν [δοκάρι έλξης], ένα ή και δύο αλέτρια για το όργωμα, κάποτε ένα σάρακλο για σπάσιμο των βόλων μετά τη σπορά, μια δουκάνη για το αλώνισμα και πιθανώς μια καρέττα [αμάξι] για μεταφορά των αγαθών της συγκομιδής (Ιωνάς 2001, 24-28). Τα γαϊδούρια ήταν το κύριο μέσο για μετακίνηση και μεταφορά του γεωργού, αλλά και για τη μεταφορά των αγαθών της σποράς ή της συγκομιδής. Σε μερικές περιπτώσεις αυτά χρησιμοποιούνταν και για το όργωμα. Υπήρχαν δύο τρόποι σελώματος των γαϊδουριών: το σάμαν [το σαμάρι], που ήταν ξύλινη κατασκευή και τοποθετούνταν στη ράχη του ζώου ύστερα από τοποθέτηση τσούλλου [κουβέρτας] και στρατουριού, κομμένο ραμμένο σε ειδικό σχήμα και στα μέτρα του ζώου. Το σάμαν ήταν από στερεό ξύλο και χρησιμοποιείτο κυρίως για τη μεταφορά μεγάλων όγκων δεματίων, χόρτων, θαμνωδών, βαριών αγαθών και εξαρτημάτων για τη σπορά, ενώ το στρατούριν έμπαινε όταν ο γεωργός θα ήταν αναβάτης ή θα χρησιμοποιούσε το γαϊδούρι μόνο για τη μεταφορά ελαφριών φορτίων. Στην τελευταία περίπτωση, τα μεταφερόμενα αγαθά, είτε κρατούνταν μέσα στα χέρια, είτε δένονταν από σχοινί, ισοβαρώντας στη μία και στην άλλη μεριά του ζώου. Κλασσική περίπτωση τέτοιων μεταφορών ήταν αυτή των κρασιών από τους κρασοπούληδες, οι οποίοι έδεναν με σχοινί δύο μουδούρκα [ασκιά] μεταξύ τους και τα έβαζαν στην πλάτη του ζώου, με τρόπο που να κρέμονται ένα στη μια και ένα στην άλλη μεριά. Στη ράχη των γαϊδουριών μπορούσαν επίσης να διαρρυθμιστούν ψάθινες ή ξυλόπλεκτες συρίζες για τη μεταφορά των προϊόντων του περβολάρη, των σταφυλιών ή των σταμνιών. Για τη μεταφορά πετρών δύο σανίδες που ονομάζονταν πετροστάτες δένονταν μεταξύ τους και κρεμόντουσαν σε οριζόντια θέση στη μια και την άλλη μεριά του ζώου (Ιωνάς 2001, 24-28).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Ερευνητής / Καταχωρητής
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής