Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
βάκλα,η
Έτσι ονομαζόταν το λίπος από την παχία και μεγάλη ουρά των κυπριακών προβάτων.
Ονομασία - Προέλευση
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία Τροφίμου
Ελληνική ονομασία - Περιγραφή
Πρόκειται για το λίπος από την ουρά του προβάτου (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30). Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μεγίστης πλειονότητας των κυπριακών προβάτων είναι η παχιά και μεγάλη ουρά τους, η βάκλα, και συγκεκριμένα των αρσενικών και ιδιαιτέρως των προς σφαγή θρεφταριών, που συνήθως ανατρέφονται μεμονωμένα στα γεωργικά υποστατικά και περιβόλια. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η λιπώδης αυτή ουρά των κυπριακών θρεφταριών, πεσλήδων, φτάνει το ένα έβδομο μέχρι το ένα πέμπτο του όλου βάρους του σφαγίου (Ξιούτας 1978, 114).
Γλωσσικές Παρατηρήσεις
ΕΤΥΜ. < λατ. baculum [baculum = παχύς] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30) Βάκλα ή βακλίν, ονομάζεται στην Κύπρο η ουρά του προβάτου. Για το λόγο αυτό και τα κυπριακά πρόβατα ονομάζονται παχύουρα. Βακλέτιν ονομαζόταν το ζώο με παχειά ουρά: «Το αρνίν έν φτωχόν, μα έν βακλέτιν» (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30). Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει στο Γλωσσάριό του πως η βάκλα είναι η μακρά ράβδος με την οποία οι γεωργοί ρίχνουν τα χαρούπια ή τις ελιές. Επιπλέον, βάκλα και υποκ. βακλούδα ή βακλίν (το) ονομάζεται και η ουρά του προβάτου (Κυπρή 1983 [2003²], βάκλα,η, 9). Το ίδιο αναφέρει και ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του, προσθέτοντας ακόμα μια ερμηνεία: συνεκδ. (με την ουρά προβάτου) βάκλα είναι το κάτω μέρος της βράκας του χωρικού, η (αλλιώς) λεγόμενη σέλλα ή σελλοβρατζ̆ιά (Κυπρή 1989, λήμμα βάκλα,η, 17). Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής συμφωνεί με τα παραπάνω, συμπληρώνοντας πως μτφ. η λέξη σημαίνει τα κωλομέρια της γυναίκας (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βάκλα,η, 92).
Μέθοδος Εξασφάλισης
Οικιακή κτηνοτροφία
Μέθοδος Επεξεργασίας
Τον λιπώδη ιστό της προβίσιας ουράς, οι Κύπριοι τον έτρωγαν οφτό και τον θεωρούσαν μάλιστα έναν πολύ γλυκό μεζέ. Η προσθήκη βάκλας θεωρούταν απαραίτητη ώστε φαγητά, όπως τα γιαχνιστά και ο καουρμάς, να αποκτήσουν ακαταμάχητη γεύση και να «γλείφεις τα δάκτυλά σου». Η βάκλα είναι όμως κυρίως γνωστή για τη χρήση της στην παρασκευή του χοιρινού σουβλακιού, όπου μαζί με κάθε κομμάτι ψαχνού κρέατος προστίθετο στη σούβλα και ένα κομμάτι λίπους από την ουρά του προβάτου. Ήταν κοινή πεποίθηση ότι χωρίς τη βάκλα δεν φτιάχνονται αρκετά γλυκά σουβλάκια: «η βάκλα η οφτή στην σούγλαν εν πολλά γλυτζύς μεζές, τζι (δ)εν γίνουνται σουγλούδκια χωρίς βάκλαν». Ρευστοποιημένη βάκλα προστίθετο κάποιες φορές και στη μύλλαν του χοίρου για να γίνει το τελικό προϊόν πιο αφράτο (Ξιούτας 1978, 114).
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Διατροφική Αξία και Σημασία στη Διατροφή των Κυπρίων
Εορταστικές Περιστάσεις
Συμβολικές Χρήσεις
Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία. Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία. Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία. Πηγή φωτογραφίας: «Πρόβατα στην κυπριακή ύπαιθρο» (Φ. Γεωργιάδης)
Ερευνητής / Καταχωρητής
Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αντωνία Ματάλα / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
Κουμνιαστά ή παστά
Η ονομασία "κουμνιαστά" προέρχεται από το πήλινο αγγείο στο οποίο αποθηκεύονταν τα συντηρημένα σε λίπος κομμάτια κρέατος. Πρόκειται για την "κούμνα" ή το "κουμνί", είδος μικρού πιθαριού.
Λαόπιττες
"Στα πιο παλιά χρόνια ετρατάραν τους φιλοξενούμενους τους. Τις φτιάχναμε όταν είχαμε περίσσεμα που τη μίλλα του χοίρου, ειδικά τα Χριστούγεννα που εβρέθετουν ούλο το σόι." (Μαρίνα Κάττου, Βουνί Λεμεσού)
Λυτρατζιένες με μίλλα από το βακλί του αρνιού
Συνταγή από το Ριζοκάρπασο.
μυλλόπιττες,οι
Πισίες δερυνειώτικες
Παλαιότερα παρασκεύαζαν τις πισίες κυρίως όταν έσφαζαν τον οικόσιτο χοίρο, αφού τις τηγάνιζαν με το λίπος του. Τις πισίες τις έφτιαχναν επίσης σε γιορτές, καθώς ήταν ένα από τα βασικά παραδοσιακά γλυκά.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
καφουρόπιττα,η
Πίτα τηγανισμένη με καφούριν, δηλαδή κρούστα γάλακτος.
μύλλα,η
Το λίπος ζώου, κυρίως χοίρου.
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής