Ελληνικά (Ελλάδα) English (United States) Türkçe (Türkiye)


Καταγράψτε εδώ τη δική σας Συνταγή / Πληροφορία


ForumFORUM Χώρος Συζήτησης











Newsletter
*

Αναζήτηση Τεκμηρίων

Τίτλος
γαλατούνα,η


Αγριόχορτο της κυπριακής φύσης, το οποίο πήρε το όνομά του από τον γαλακτώδη χυμό των φύλλων του. Το έτρωγαν βραστό με λαδόξιδο.
«Γαλατούνα (τζ̆όχχος)» <br/> Πηγή: Ixitixel, https://pms.wikipedia.org/wiki/Sonchus_oleraceus#/media/File:Sonchus_oleraceus_Bluetenstand.jpg


Ονομασία - Προέλευση
Συλλογή

Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος

Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία

Φωτογραφίες


Συνημμένα




Περισσότερα


Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
Αγριόχορτα με κιτρόμηλο, καρπασίτικα
Πιάτο με άγρια χόρτα της κυπριακής φύσης. Τρώγεται ζεστό ή κρύο.
Λαψάνες γιαχνί
Λαψάνα ονομάζεται στην Κύπρο το φυτό βρούβα ή αγριοσινάπι.
πουρέκκια με αρκοσπάναχα και άλλα χόρτα,τα
Για την παρασκευή της νηστήσιμης και θρεπτικής γέμισης των πουρεκκιών, τα άγρια χόρτα αναμειγνύονται με πλιγούρι, φιδέ και κρεμμύδι.
σ̆σ̆επαστές (σσεπαστές) με αρκοσπάναχα και άλλα χόρτα,οι
Οι σσεπαστές με γέμιση από χόρτα ονομάζονταν χορτόπιττες ή χορτερές. Περιείχαν αυτοφυή χόρτα όπως άγρια σπανάκια, άγρια λάχανα (σέσκουλα), λαψάνες, ξινιατούς και άλλα είδη χόρτων που μαζεύονταν από τους αγρούς.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αγρέλ(λ)ιν,το
Το άγριο σπαράγγι.
απλωταρκά,η
Αυτοφυές εδώδιμο αγριόχορτο με μικρά, αλλά όχι σκληρά αγκάθια. Τα νεαρά φύλλα, αφού καθαριστούν, τρώγονται είτε ωμά (είναι στυφά), είτε βραστά.
αρκοκολόκασον,το
Το φυτό Άρον του Διοσκουρίδη (Arum dioscoridis), του οποίου η ρίζα είναι εδώδιμη. Σε εποχές μεγάλης σιτοδείας χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο του κοκολασιού.
αρκολάχανον,το
Άγριο χόρτο, του οποίου τα φύλλα και οι βλαστοί μαγειρεύονται μαζί με διάφορα όσπρια ή βραστά. Συλλέγεται από τον Γενάρη ως τον Απρίλη.
αρκόπρασον,το
Το αγριόπρασο μαγειρεύεται μαζί με τον βολβό του. Το χρησιμοποιούν ως τηγάνιση σε διάφορα είδη μαγειρέματος, τρώγεται βραστό με λαδολέμονο ή το προσθέτουν σε όσπρια. Τρώγεται επίσης φρέσκο μαζί με ελιές ή διάφορα τυριά.
αρκοσελλενού(δ)ιν,το
Άγριο, εδώδιμο σέλινο, μικρού μεγέθους. Καταναλώνονται τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του, βραστά, τηγανιτά ή σε σούπες και σάλτσες.
αρκοσταφί(δ)α,η
Είδος άγριου χόρτου, που περιλαμβάνεται στα φαρμακευτικά φυτά της Κύπρου. Ανθίζει από τον Ιούλη μέχρι τον Οκτώβρη σε ξηρές βουνοπλαγιές, παρά τους δρόμους στον Αγρό, Γερατζιές, Πεδουλά και Λεύκαρα.
αρκοτζ̆ινάρα (αρκοτζινάρα),η
Η αγριαγκινάρα τρώγεται φρέσκα και μαγειρεμένη. Οι μίσχοι συνοδεύουν βραστά όσπρια, κυρίως φασόλια και λουβιά. Οι αγκινάρες τους γίνονται βραστές, τηγανίζονται με αβγά ή με κρέας και πατάτες στην κατσαρόλα και είναι πολύ εύγευστες.
βαυτζ̆ίν (βαυτζίν),το
Με την ονομασία αυτή αποκαλούν οι Κύπριοι το άγριο καρότο.
Γαουράγκαθθον
Αγκαθωτό φυτό, τα άνθη του οποίου μοιάζουν με κεφάλια αγκινάρας.
Καλαγκαθόχορτο ή αγκιναρούδα
άγριο χόρτο
Λαψάνα, η
Sinapis alba
Χορταρικά κάμπου
Χόρτα του κάμπου ή του βουνού Αναφορά στα ακόλουθα: «χωστές»,  ραδίκια, «βουλιά», «γαλατούνες» «τρισατσίες»,  «πίγκαλλους» ή «πάγκαλλους», «τσακρίθκια» (στρουθκιά), «καυκαρούες» (άγριες αγκινάρες), βλαστάρια της ήμερης αγκινάρας


Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε.
Πνευματικά Δικαιώματα © 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής