Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
αμπελοπούλ(λ)ιν,το
Τα αμπελοπούλια είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος άγριων πτηνών στην Κύπρο.Η θανάτωση / το κυνήγι και η κατοχή / κατανάλωση αμπελοπουλιών απαγορεύονται.
Ονομασία - Προέλευση
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία Τροφίμου
Ελληνική ονομασία - Περιγραφή
συκαλίς Πρόκειται για είδος μικρού εδώδιμου πτηνού, το οποίο εμφανίζεται τέλος Αυγούστου μέχρι τέλος Οκτωβρίου στα νότια παράλια της Κύπρου και τρέφεται κυρίως με σύκα και λίγα σταφύλια (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αμπελοπούλι, 24; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αμπελοπούλλιν,το, 124). Έχει χρώμα στακτί προς το λαδί στο πάνω μέρος του σώματός του, ενώ στο κάτω μέρος έχει χρώμα λευκό. Έχει μέγεθος γύρω στα 5.5. εκ. Το αρσενικό έχει μαύρο χρώμα στο κεφάλι («μαυροσκούφιν») και το θηλυκό έχει κόκκινο χρώμα στο κεφάλι («κοκκινοσκούφιν») (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αμπελοπούλλιν ή μαυροσκούφιν ή συκαλλίδιν ή συκοπούλλιν, 124-126).
Γλωσσικές Παρατηρήσεις
Επιστημονική ονομασία: silvia atricapilla (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αμπελοπούλι, 24). Η επιστημονική ονομασία Σύλβια η μελανοκόρυφος (Sylvia atricapilla) οφείλεται στο χαρακτηριστικό μαύρο στα αρσενικά και καστανό στα θηλυκά επικάλυμμα που φέρουν στην κορυφή της κεφαλής (Νικολάου-Κονναρή 2010, 1). Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής σημειώνει για το αμπελοπούλιν ότι είναι είδος συκαλίδας (Sylvia hortensis - beccafico < ιταλ. beccare < λατ. beccus + fico). Μεταφορικά αμπελοπούλιν ονομάζεται η νέα και παχουλή γυναίκα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αμπελοπούλιν,το, 52). πληθ. αμπελοπούλ(λ)ια υποκ. αμπελοπουλλού(δ)ιν Συχνά η λέξη προφερόταν ως αμπεροπούλλιν, κυρίως στην περιοχή Αμμοχώστου (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αμπελοπούλλιν,το, 124; Νικολάου-Κονναρή 2010, 1). Στην περιοχή Αμμοχώστου, με την ονομασία αμπεροπούλια, αναφέρονται στο σύνολο των αποδημητικών πουλιών που περνούν από την περιοχή τους και όχι μόνο στο Sylvia atricapilla και όταν αναφέρονται σ’ αυτά, τα αποκαλούν «πουλιά», π.χ. «Πάω στα πουλιά» (εννοούν ότι πάνε να στήσουν βερκά ή να βάλουν δίχτυα για να αιχμαλωτίσουν κάποια από τα μεταναστευτικά πουλιά στο σύνολό τους (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αμπελοπούλλιν ή μαυροσκούφιν ή συκαλλίδιν ή συκοπούλλιν, 124-126). Η κοινή κυπριακή ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι αναζητούν τροφή στους αμπελώνες, κυρίως έντομα, αν και συχνά τρέφονται με σταφύλια, σύκα και άλλους καρπούς ή σπόρους (Νικολάου-Κονναρή 2010, 1).
Μέθοδος Εξασφάλισης
Κυνήγι
Μέθοδος Επεξεργασίας
Το αμπελοπούλλιν συλλαμβάνεται αφού κολλήσει στα βερκά, δηλαδή σε βέργες με κολλώδη ουσία ή αφού πιαστεί σε δίχτυα. Τρώγεται βραστό ή ξιδάτο (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αμπελοπούλλιν ή μαυροσκούφιν ή συκαλλίδιν ή συκοπούλλιν, 124-126; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αμπελοπούλι, 24). Επίσης, παλαιότερα, το διατηρούσαν και στην κουμανταρία (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αμπελοπούλιν,το, 52). Στη Δερύνεια χαρακτηριστικό τρόφιμο της περιοχής ήταν τα αμπελοπούλια για τα οποία έφτιαχναν τα βερκά, τα οποία δημιουργούνταν από κομμάτια από ξύλο ροδιάς και τον καρπό του φυτού γκόρτια μίξαλ, αναμεμιγμένο με μέλι και άσπρη μπογιά παπουτσιών (Κυριακή Παντελή, ανακοίνωση με τίτλο «Δερύνεια: Αγροτροφική Ιστορία και Αγροτροφικές Ιστορίες στα Χρόνια της Αγγλοκρατίας» στο συνέδριο «Κυπρίων Γεύσεις: Η παραδοσιακή διατροφή της Κύπρου στις τοπικές παραλλαγές της» (Νοέμβριος 2014)). Το αμπελοπούλλιν θεωρείται ένα εκ των εκλεκτών θηραμάτων, ενώ κάποια άλλα πουλιά που συλλαμβάνονται, όπως ο μούγιος, θεωρούνται κατώτερης ποιότητας (Προφ. μαρτυρία: Κυριάκος Παντελή, 71 ετών, Σωτήρα - Αμμόχωστος). Οι προσφιλέστεροι τρόποι παρασκευής των αμπελοπουλιών ήταν βραστά στο λίπος τους (τα νωπά) ή συντηρημένα σε αλατόξιδο. Για τη παρασκευή των βραστών αμπελοπουλιών απαιτούνταν βρασμός για 10 λεπτά. Οι νοικοκυρές για να βεβαιωθούν ότι ήταν έτοιμα τα τρυπούσαν με βελόνα. Τα λεπτά οστά των αμπελοπουλιών που διατηρούνταν στο ξίδι ή και στο κρασί, γίνονταν μαλακά και μπορούσαν να φαγωθούν. Ακόμα τα αμπελοπούλια μαγειρεύονταν, ενώ τα κεφάλια αναμειγνύονταν με πιλάφι.(Ξιούτας 1978, 219-226; Νικολάου-Κονναρή 2010, 7; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αμπελοπούλλιν,το, 124). ** Για τη συνταγή των αμπελοπουλιών, βλ. λήμμα αμπελοπούλια ξιδάτα,τα στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Διατροφική Αξία και Σημασία στη Διατροφή των Κυπρίων
Ο Αθανάσιος Σακελλάριος αναφέρει ότι τα αμπελοπούλια είναι πτηνά πολύ παχιά και νοστιμότατα (Σακελλάριος 1890, 260), όπως και ο Παύλος Ξιούτας, ο οποίος σημειλωνει πως το κρέας των αμπελοπουλιών είχε αρκετό λίπος, όμως ήταν ελαφρύ έδεσμα. Η σάρκα του πουλιού ήταν μαλακή και τρυφερή. Τα βραστά αμπελοπούλια σερβίρονταν ζεστά ή κρύα με άφθονο χυμό λεμονιού και αλάτι ως δείπνο, με συνοδεία ποτού. Συνήθως, η ατομική μερίδα ήταν 8-12 πουλιά, ενώ για τις γυναίκες ήταν 4-6. Οι καλοφαγάδες Κύπριοι έτρωγαν όλα τα μέρη του αμπελοπουλιού, ακόμα και τα εντόσθια, εκτός από το στομάχι. Τα ξιδάτα αμπελοπούλια ήταν έδεσμα που προσφέρονταν από τους οικοδεσπότες ως εκλεκτό ορεκτικό με κάποιο ποτό τους μήνες μετά τον Οκτώβριο, όταν τα αμπελοπούλια αποδημούσαν (Ξιούτας 1978, 219-226). Πωλούνταν κατά δωδεκάδες, συνήθως στις αγορές των πόλεων προς 7-10 γρόσια τη δωδεκάδα. Αγοράζονταν κυρίως από τους εύπορους και θεωρούνταν έδεσμα πολυτελείας (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αμπελοπούλλιν, 124). Οι οικογένειες των μεσαίων τάξεων ήλπιζαν στη κατανάλωση αμπελοπουλιών τουλάχιστον μία φορά τους μήνες Αύγουστο έως Οκτώβριο, πάρα τη ακρίβεια τους. Σε κάθε σπίτι κυνηγού υπήρχαν και προσφέρονταν αμπελοπούλια στους φιλοξενούμενους ή σε πλούσιο γεύμα ως εξαίρετος μεζές (Ξιούτας 1978, 219-226).
Εορταστικές Περιστάσεις
Τα ξιδάτα αμπελοπούλια προσφέρονταν ως εκλεκτό ορεκτικό σε διακεκριμένους φιλοξενούμενους (Ξιούτας 1978, 219-226). Παράλληλα, τα αμπελοπούλια πωλούνταν ακόμη και στις πανηγύρεις. Για το πανηγύρι του Κατακλυσμού γράφει και ο Κυρ. Καραμάνος: «Ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η Κύπρος εκείνη τη χρονιά, εκτίθεται στην πανήγυρη του Κατακλυσμού και βρίσκεται στη διάθεση των αγοραστών. Οι παραγωγοί φυλάν προσεχτικά όλον το χρόνο τα διάφορα προϊόντα τους να τα παρουσιάσουν στη γιορτή του Κατακλυσμού, οπότε τα καλύτερα βραβεύονται από ειδική επιτροπή. Εκεί εκτίθενται τα ωραία φρούτα της Πιτσιλιάς και του Μόρφου, άλλα παρασκευάσματα ειδικής κυπριακής τεχνοτροπίας, όπως τα χοιρομέρια, το απόχτιν, ο τραχανάς, τα χαλλούμια, τ’ αμπελοπούλια και άλλα, που μπορεί να τα γευθεί ο καθένας αγοράζοντάς τα» (Γιαγκουλλής 2008, 90-91).
Συμβολικές Χρήσεις
Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Χρονολογία
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Τα αμπελοπούλια περνούν από την Κύπρο δύο φορές το χρόνο. Τα συνηθισμένα περάσματά τους είναι από τα χωριά Παραλίμνι, Αγία Νάπα, Μαζωτό, Άγιο Θεόδωρο (Λάρνακας), Σκαρίνου, Μαρώνι, από τη χερσόνησο της Καρπασίας, τη Μύρτου, τα Λιβερά και την Πόλη Χρυσοχούς. Στα μέσα Μαρτίου μετακινούνται από την Κεντρική Αφρική στην Ευρώπη (Σκανδιναβία, Σοβιετική Ένωση) και το φθινόπωρο (τέλη Αυγούστου-αρχές Οκτωβρίου) κάνουν την αντίθετη διαδρομή. Τα πουλιά της άνοιξης τρώνε συνήθως έντομα, ενώ του φθινοπώρου «τρέφονται με σύκα, σταφύλια, μερσινόκοκκα, σχίνους, τρεμίθια, βατόμουρα, αντρούκλια, φρούτα από πυράκανθο, ελιές κλπ.» Τα πουλιά της άνοιξης είναι αδύνατα (και γι’ αυτό γίνονται τηγανητά). Τα πουλιά του φθινοπώρου είναι παχιά (και γίνονται βραστά ή ξυδάτα) (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αμπελοπούλλιν ή μαυροσκούφιν ή συκαλλίδιν ή συκοπούλλιν, 124-126). Η αποδημητική πορεία των αμπελοπουλιών κατά μήκος και πλάτος της Μεσογείου τα φέρνει, λοιπόν, και στην Κύπρο, ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι για το μέγεθός τους, το οποίο κατορθώνουν να φέρουν σε πέρας ακολουθώντας το σμήνος μεγαλύτερων πτηνών (όπως οι γερανοί). Περνούν από το νησί από τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο μέχρι και τον Οκτώβριο/Νοέμβριο, όπου κάποια σταθμεύουν ως επισκέπτες καθόλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, ενώ άλλα συνεχίζουν το ταξίδι τους νοτιότερα, και από τις αρχές Μαρτίου μέχρι και τα μέσα Μαΐου κατευθυνόμενα προς τον βορρά. Το πουλί μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως μόνιμος κάτοικος εφόσον υπάρχουν αναφορές για φώλιασμά του στο νησί. Η διαδρομή που ακολουθούν προς την Κύπρο καταλήγει στα παραθαλάσσια βράχια της ευρύτερης περιοχής του ακρωτηρίου της Αγίας Νάπας, όπου τα πουλιά καταφεύγουν κατά εκατομμύρια και όπου αιχμαλωτίζονται πάραυτα από τους κατοίκους, οι οποίοι συχνά μισθώνουν τα περάσματά τους (στήματα) ή ακόμη τα συλλαμβάνουν προτού φτάσουν στην ξηρά, στήνοντας τις παγίδες σε βάρκες. Λόγω του μικρού τους μεγέθους, παγιδεύονται με ξόβεργα, δίκτυα, αεροβόλα όπλα ή άλλα επινοήματα της σύγχρονης τεχνολογίας. Τα δίχτυα και τα άλλα μέσα έχουν εισαχθεί σχετικά πρόσφατα ως τρόποι θήρας μικρών πουλιών, τα ξόβεργα, όμως, είναι μια μέθοδος με μακρά παράδοση στην Κύπρο (για κάποιους αρχαιολόγους ανιχνεύεται σε απεικόνιση αμφορέα του 8ου π.Χ. αιώνα) και ήταν βεβαίως γνωστή και στους Ρωμαίους και στους Βυζαντινούς (Νικολάου-Κονναρή 2010, 5). ** Επισυνάπτεται εκτενές επιστημονικό άρθρο της Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Άγγελ Nικολάου-Kονναρή, στο οποίο γίνεται λεπτομερής αναφορά σε ιστορικά στοιχεία για τη διαθεσιμότητα, συλλογή, παρασκευή, πώληση των αμπελοπουλιών στην Κύπρο. Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα Πολίτης, ημερομηνίας, 28/6/2010.** Τον 18ο αιώνα τα ξιδάτα αμπελοπούλια αποστέλνονταν στη Βενετία και την Τουρκία ως δώρα μεγάλης αξία (Αρχιμανδρίτης Κυπριανός 1788 [1971²]; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αμπελοπούλι, 24). Ο Σακελλάριος αναφέρει ότι τον 16ο αιώνα τα αμπελοπούλια εκτιμώντο εννέα δουκάτα της Βενετίας (Σακελλάριος 1855). Σημειώνεται πως, αφού βράζονταν, τοποθετούνταν σε αγγεία με κουμανταρία ή ξίδι και στέλνονταν ως δώρα σε διάφορες πόλεις της Μεσογείου (Σακελλάριος 1890, 260). ** Σημαντική σημείωση: Τα αμπελοπούλια είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος άγριων πτηνών στην Κύπρο. Η θανάτωση, το κυνήγι και η κατοχή/κατανάλωση αμπελοπουλιών απαγορεύονται.
Βιβλιογραφία
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971²]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας, Λευκωσία. Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2008), Κυπριακά ήθη και έθιμα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, του εορτολογίου και των μηνών με στοιχεία γεωργικής λαογραφίας (Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών αρ. 67), Θεοπρες Λτδ., Λευκωσία. Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία. Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία. Νικολάου-Κονναρή Α. (2010), «Περι αμπελοπουλιών ή ένα κυπριακό παραδοσιακό έδεσμα στα ξόβεργα της ιστορίας», Εφημερίδα Πολίτης, 28/6/2010. Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία. Παυλίδης, Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία. Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία. Σακελλάριος Α. Α. (1855), Τα Κυπριακά: Ήτοι πραγματεία περί Γεωγραφίας, Αρχαιολογίας, Στατιστικής, Ιστορίας, Μυθολογίας και Διαλέκτου της Κύπρου. Εις τρεις τόμους, τ. 1, Εκ της Τυπογραφίας Ιω. Αγγελόπουλου, Εν Αθήναις. Σακελλάριος Α. Α. (1890), Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Νήσου Κύπρου Από Των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι Σήμερον, Τόμος Πρώτος: Γεωγραφία, Ιστορία, Δημόσιος Και Ιδιωτικός Βίος, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις. Προφ. μαρτυρία: Κυριάκος Παντελή, 71 ετών (ημερομ. γένν. 20/02/1943), Σωτήρα - Αμμόχωστος. Άλλες πηγές: Κυριακή Παντελή, ανακοίνωση με τίτλο «Δερύνεια: Αγροτροφική Ιστορία και Αγροτροφικές Ιστορίες στα Χρόνια της Αγγλοκρατίας» στο συνέδριο «Κυπρίων Γεύσεις: Η παραδοσιακή διατροφή της Κύπρου στις τοπικές παραλλαγές της» (Νοέμβριος 2014). Πηγή φωτογραφίας: «Αμπελοπούλιν» (Φ. Γεωργιάδης)
Ερευνητής / Καταχωρητής
Βαρβάρα Γιάγκου, Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Στάλω Λαζάρου, Ήβη Μιχαήλ, Κυριακή Παντελή / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Βρέθηκαν 2 εγγραφές
1
Τίτλος
Επισυνάπτεται εκτενές επιστημονικό άρθρο της Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Άγγελ Nικολάου-Kονναρή , στο οποίο γίνεται λεπτομερής αναφορά σε ιστορικά στοιχεία για τη διαθεσιμότητα, συλλογή, παρασκευή, πώληση των αμπελοπουλλιών στην Κύπρο. Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα Πολίτης, ημερομηνίας, 28.06.2010.
Ταξινόμηση Αμπελοπουλιών
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Σιτηρέσιο
Κρέας στη διατροφή των Κυπρίων, αναφορά του 1878
Bρήκα ότι το πρόβειο και το χοιρινό κρέας έχουν μια ιδιόμορφη γεύση στην Κύπρο. Πρώτα- πρώτα τα πρόβατα και τα γουρούνια βόσκουν στα λιβάδια και βρίσκουν εκεί μυρωδάτα αγριόχορτα. Ιδιαίτερα εύγευστος είναι ο κυπριακός λαγός, και πάλι λόγω των αρωματικών χόρτων. Στο συμπέρασμα αυτό δεν έχω καταλήξει μόνον εγώ, γιατί και ο γνωστός ταξιδιώτης Sir Samuel Baker στη σελίδα 121 του βιβλίου του Cyprus as I saw it in 1879, λέει: «δεν έχω φάει πουθενά αλλού τόσο εύγευστο κυνήγι, όπως αυτό του κυπριακού λα...
Κυνηγετικές δραστηριότητες στην περιοχή Αετόκρημνος Επισκοπής
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα η Κύπρος παρέμενε ακατοίκητη μέχρι το 7000 π.Χ. Όμως, σε μια βραχοσκεπή στη Θέση Αετόκρεμμος (Αετόκρημνος) Επισκοπής, αποκαλύφθηκαν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στο νησί αρκετά νωρίτερα, περί το 8500 π.Χ.
Κυνήγι και ψάρεμα στα νεότερα χρόνια
Το δάσος της Βάλιας ήταν πάντοτε ένας από τους πιο πλούσιους κυνηγητότοπους της Κύπρου. Ο Αγγλος περιηγητής Sir Samuel Baker ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο το 1879 γράφει τα πιο κάτω για τη Βάλια:"Το επόμενο πρωινό ξεκινήσαμε στις 8.30 από το Τρίκωμο. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα παρά σ’ αυτή θα αναμέναμε βροχή. Σύντομα φθάσαμε σε μια περιοχή που είναι ολότελα διαφορετική από τη σιχαμερή Μεσαορία... Βρεθήκαμε σύντομα μέσα σε δάσος από χαμηλούς θάμνους κα...
Συλλογή τροφίμων, κυνήγι και ψάρεμα (μελέτη)
"Τoύ τζυvηoύ η κoύππα τoυ τζαί τoύ ψαρά τό πιάτov, σαράvτα μέρες όφκερov τζαί μιά φoράv γεμάτoν"Επισυνάπτεται μελέτη στην αγγλική των Ε. Ηγουμενίδου και Δ. Μιχαηλίδη. Βλ. Egoumenidou E. and Michaelides D. (2000), "Gathering, hunting, fishing: The procurement of food from the non-domesticated animal kingdom in Cyprus through the ages", στο P. Lysaght (εκδ.), Food from Nature. Attitudes, Strategies and Culinary Practices. Proceedings of the 12th Conference of the International Commission for...
Το κυνήγι στη διατροφή των Κυπρίων
Η παρουσία λαγού στο οικογενειακό τραπέζι ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός..
Το κυνήγι στη διατροφή των Κυπρίων τα προϊστορικά χρόνια
Τα ζώα που κυνηγούσαν ήταν: το ελάφι (δάμα), το ζαρκάδι, το αγρινό και το αγριογούρουνο.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
βερκίν,το
Μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά ωδικά πουλιά, κυρίως αμπελοπούλια.
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
αμπελοπούλ(λ)ια ξιδάτα,τα
Αγαπημένο έδεσμα του παρελθόντος. Σερβίρονταν συνήθως ξιδάτα ή βραστά.** Τα αμπελοπούλια είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος άγριων πτηνών στην Κύπρο.Η θανάτωση/το κυνήγι και η κατοχή/κατανάλωσή τους απαγορεύονται.
Ορτύκι με μεσογειακή γέμιση και πατάτες babies
Νεότερη συνταγή από την Αμμόχωστο. Το ορτύκι, ένα από τα γνωστά κυνήγια στην Κύπρο, μαγειρεύεται με γέμιση από ντομάτες, ελιές και χαλούμι, κοινά υλικά της παραδοσιακής κυπριακής κουζίνας.
πεζούνιν με κουμανταρία,το
Σύγχρονη συνταγή, βασισμένη στον πρωτότυπο συνδυασμό γνωστών υλικών της κυπριακής κουζίνας. Η πλήρης περιγραφή του πιάτου αναφέρει: Πεζούνιν με κουμανταρία συνοδευόμενο με συκωτάκι και πουρέ από λουβάνα με αγρέλια και μανιτάρια του βουνού.
Πέρδικες με αυγά
Η συνταγή προέρχεται από το ορεινό Πελένδρι (επαρχία Λεμεσού). Φτιάχνεται την εποχή του κυνηγιού ή όταν υπάρχουν διαθέσιμες στο σπίτι κατεψυγμένες πέρδικες. Σερβίρεται και ως μεζές, ιδιαίτερα σε τραπέζια.
Πουλιά λεμονάτα με σιήννους
Συνταγή για μαγείρεμα πτηνών κυνηγίων, είτε τζίκλων (τσίχλων) ή άλλων πουλιών. Βράζονται και αρωματίζονται με καρπούς σχίνου και λεμόνι.
Πουλιά με χαλλούμι
Συνταγή για γεμιστά πτηνά κυνήγια (περδίκια, περιστέρια ή ορτύκια). "Αλείφουμε με βούτυρο, βάζουμε στην κοιλιά τους ρίγανη και κομματάκια χαλούμι και ροδοκοκκινίζουμε στον φούρνο." (Σταυρούλα Βορκά, Κόρνος)
Τζίκλες κοκκινιστές
Μεζές για κυνηγούς. Οι τζίκλες τηγανίζονται ελαφρά και ψήνονται σε κρασί και χυμό ντομάτας ή φρέσκες τριμμένες ντομάτες.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971²]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας, Λευκωσία.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2008), Κυπριακά ήθη και έθιμα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, του εορτολογίου και των μηνών με στοιχεία γεωργικής λαογραφίας (Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών αρ. 67), Θεοπρες Λτδ., Λευκωσία.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Νικολάου-Κονναρή Α. (2010), «Περι αμπελοπουλιών ή ένα κυπριακό παραδοσιακό έδεσμα στα ξόβεργα της ιστορίας», Εφημερίδα Πολίτης, 28/6/2010.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984-1991), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1-15, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. Α. (1855), Τα Κυπριακά: Ήτοι πραγματεία περί Γεωγραφίας, Αρχαιολογίας, Στατιστικής, Ιστορίας, Μυθολογίας και Διαλέκτου της Κύπρου. Εις τρεις τόμους, τ. 1, Εκ της Τυπογραφίας Ιω. Αγγελόπουλου, Εν Αθήναις.
Σακελλάριος Α. Α. (1890), Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Νήσου Κύπρου Από Των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι Σήμερον, Τόμος Πρώτος: Γεωγραφία, Ιστορία, Δημόσιος Και Ιδιωτικός Βίος, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αρκόσ̆οιρος (αρκόσιοιρος),ο
"Μια από τις δοκιμασίες που οι δράκοι έβαλαν στο Σπανό ήταν να σκοτώσει έναν αγριόχοιρο. Αφού καταφέρνει να πείσει τους δράκους να τον προσκαλέσουν να μείνει μαζί τους, αυτοί του ζητούν να σκοτώσει ένα αρκόσιοιρο για να τον φάνε."Από την έκδοση: Κυπριακόν Παραμύθιν, Ο Σπανός τζι’οι Σαράντα Δράτζιοι.Αποδελτίωση: Μαρία Τσαγγάρη
βανέλλιν,το
Είδος αποδημητικού πτηνού, το κρέας του οποίου ήταν εδώδιμο.
Διαθεσιμότητα κυνηγίου κατά τον 19ον αιώνα
Κολοιός (Kαλιακούδα)
Ένας Κύπριος συγγραφέας καταγράφει μία μέθοδο κυνηγιού του πτηνού 'κολοιός'
Κρέας κυνηγίου, 18ος αιώνας
Αναφορά του Αρχιμ. Κυπριανού (1788) στο βιβλίο του "Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου" στα είδη κυνηγίου κατά τον 18ον αιώνα.
Κυνήγιον, το
κρέας κυνηγίου, όπως αγριοκάτσικο, ελάφι, λαγός, αγριογούρουνο και διάφορα πτηνά
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής