Σύνδεση
Αρχική
Έργο
Όραμα
Στόχοι
Οφέλη
Σε ποιους απευθύνεται
Πρόοδος έργου
Παραδοτέα
Μελλοντικά σχέδια
Δημοσιεύσεις
Λογότυπο Έργου
Συνεργάτες
Ερευνητική ομάδα
Συνεργάτες - Ερευνητές
Άλλοι συνεργάτες
Πρόσκληση σε συνεισφορά
Κύριοι Υποστηρικτές
Υποστηρικτές
Κατηγορίες Επιχορηγήσεων
Νέα
Συνδέσεις
Χάρτης Πύλης
Επικοινωνία
Τρόφιμα
Παραδοσιακές Συνταγές
Σιτηρέσιο - Γεύματα
Χώροι Παραγωγής και Διάθεσης
Τεχνικές Παραγωγής
Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία
Βιβλιογραφία
Περιήγηση σε Μουσεία Τροφίμων, Λαϊκής Τέχνης & Αγροτικής Ζωής
Διαφημίσεις Τροφίμων
Εκπαιδευτικές Εφαρμογές
Ιστορία Κυπριακών Βιομηχανιών Τροφίμων
Newsletter
λίστα
Κατάλογος ενημέρωσης
Updated list 30 09 14
Updated list 30 09 14b
DIAITOLOGOI
MASS MEDIA
LIST updated 22.1014
Συνέδριο Κυπρίων Γεύσεις
ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ"
23.10.14 xls
mme2test
Schools 25 10 14
TEST3
τεστ
TEST 10 1 17
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 11 10 17
SXOLEIA MESH & TEXNIKHS
em@il
*
Αναζήτηση Τεκμηρίων
Τίτλος
νερόμυλοι,οι
Περιγραφή Χώρου
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Περιγραφή Χώρου
Περιγραφή Χώρου Παρασκευής και Διάθεσης
Ο Ιωάννης Ιωνάς στο βιβλίο του «Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου» σημειώνει τα εξής σχετικά με τους νερόμυλους: «Κάθε μύλος περιλαμβάνει τρία μέρη: ένα κανάλι για μεταφορά του νερού, ένα κάθετο σιφόνι που μοιάζει με ψηλή καμινάδα και έχει για αποστολή να δημιουργεί πίεση στο νερό και, τέλος, σε χαμηλότερο υψομετρικό σημείο, το υποστατικό για προστασία του μηχανισμού του μύλου, ως επίσης και τον χώρο για διαμονή του μυλωνά με την οικογένειά του. Οι μύλοι ήταν κτισμένοι συνήθως στις όχθες ρυακιών ή μέσα σε χωράφια που γειτνίαζαν με αυτά και έπρεπε να βρίσκονται σε χαμηλότερο υψομετρικό σημείο, έτσι ώστε το νερό να μπορεί να μεταφέρεται μέσω πετραύλακου [πέτρινου καναλιού] μέχρι τον λάκκο, που βρισκόταν πιο ψηλά από τον μύλο. Γι’ αυτό, το αυλάκι ξεκινούσε από κάποια απόσταση και, ακολουθώντας την όχθη και την πορεία του ρυακιού, κατέληγε κατωφερικά στο πάνω μέρος του μύλου, όπου ήταν κτισμένος ο ανάολος [ο λάκκος]. Το νερό μεταφερόταν με το πετραύλακο στο βερκίν, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μικρή δεξαμενή με διαστάσεις 1.50 Χ 1.20 μ. και 2.25 μ. ύψος περίπου, που ήταν κτισμένο στην προέκταση του πετραύλακου πριν ακριβώς από τον λάκκο του μύλου. Προς τη μεριά του λάκκου το βερκίν δεν είχε διαχωριστικό τοίχο, αλλά σανίδια στη βάση και κάθετη μεταλλική καταπαχτή, η οποία ανέβαινε και κατέβαινε κατακόρυφα, γλιστρώντας μέσα σε στενά κανάλια που ήταν διαμορφωμένα μέσα σε μικρά τμήματα τοίχων. Η καταπακτή αυτή ονομαζόταν αλουπός και ρύθμιζε τη ροή του νερού μέσα στον λάκκο του μύλου. Τον χειμώνα, όταν η ροή του νερού ήταν μεγάλη, ή όταν τα όμβρια νερά συμπαρέσυραν λάσπη, ο μυλωνάς μπορούσε, κλείνοντας την καταπαχτή, να δημιουργήσει παρακαμπτήριο ροή από το βερκίν προς άλλο βοηθητικό αυλάκι που ονομαζόταν καταράντιν. Το καταράντιν συνήθως περνούσε γύρω από τον μύλο και κατέληγε λίγο πιο πέρα από το κατωστέγι του μύλου, για να ενώνεται μαζί με το αυλάκι που διοχέτευε το νερό, το οποίο έβγαινε από το φυσούνι. Όταν η καταπαχτή ήταν ανοιχτή, το νερό διοχετευόταν μέσα στο βερκίν. Οι διαστάσεις του εξαρτιόνταν από το βάθος και την κλίση που είχε ο ανάολος [ο λάκκος] μέχρι το σιφούνι, αφού όλα εξαρτιόνταν από το βάρος του αποθηκευμένου νερού που θα δημιουργούσε την απαιτούμενη πίεση, με την οποία θα γύριζε η φτερωτή και κατ’ επέκταση ο μύλος. Ο λάκκος προχωρώντας προς τα κάτω στένευε, έχοντας κωνική διατομή για να καταλήξει στην κορμοσιφουνιά, δηλαδή το κλείσιμο του λάκκου και το στερέωμα του σιφουνιού. Το σιφούνι αφορούσε μεγάλο μεταλλικό χωνί, του οποίου η εξαγωγή είχε διάμετρο 20 με 25 εκατοστά και έβγαινε πλαγιαστά κάτω από το τόξο που υποστήριζε τα θεμέλια του υποστατικού του μύλου. Το υποστατικό, μέσα στο οποίο υπήρχε ο μηχανισμός του μύλου, περιλάμβανε α) υπόγειο χώρο στον οποίο κατέληγε το νερό με πίεση για να γυρίζει φτερωτή [έλικας], β) άξονα που μετέφερε την περιστροφή της φτερωτής στη μια από τις μυλόπετρες και γ) ισόγειο χώρο στον οποίο ήταν εγκατεστημένες οι μυλόπετρες. Κάτω από το πάτωμα του στεγασμένου χώρου με τις μυλόπετρες και γενικά τις εγκαταστάσεις του μύλου, υπήρχε κτιστή μικρή βότα [μικρή αψίδα], η οποία ονομαζόταν το πουκατωστέγιν του μύλου. Το νερό που έβγαινε με πίεση από το σιφούνι κτυπούσε πάνω στα φτερά [τα σανίδια] που ήταν στερεωμένα στη στεφάνη, δηλαδή την περιφέρεια τροχαλίας, η οποία, έχοντας κατακόρυφο άξονα, γύριζε με ταχύτητα. Δίπλα από τον άξονα της φτερωτής διαπερνούσε το δάπεδο και ένα κατακόρυφο δοκάρι (ο φτεροστάτης), πάνω στο οποίο υπήρχε στερεωμένο πόμολο, και με μια απλή κίνησή του ο μυλωνάς μπορούσε να το μετακινήσει προς τα κάτω για να φράξει την πορεία του εξερχόμενου με πίεση νερού από το σιφούνι, υποχρεώνοντάς το να παρακάμπτει τη φτερωτή και, έτσι, να αδρανοποιείται ο μύλος. Αντίθετα, με αντίστροφη κίνηση, έβαζε τον μύλο μπροστά όποτε ήθελε. Τα φτερά ήταν από στερεό ξύλο συκαμιάς ή αθκιάς [ιτιάς], ελαφρώς κοίλα, και στερεώνονταν πάνω στη στεφάνη, αφήνοντας μεταξύ τους απόσταση 12-15 εκ. Το κομμάτι του άξονα της τροχαλίας ήταν στη βάση του μυτερό και γύριζε μέσα στα πληθκιά ή άλλως το βουλλίν, δηλαδή μεταλλική υποδοχή. Όταν το κομμάτι αυτό μάσσευκεν [στρογγύλευε], έπρεπε να αντικατασταθεί με άλλο και να μεταφερθεί στον κωμοδρόμο [τον σιδερά], για να το ξαναμορφοποιήσει. Το κομμάτι αυτό έπρεπε να είναι αιχμηρό πάντοτε, για να μην δημιουργείται τριβή και μεγάλη αντίσταση κατά την περιστροφή της φτερωτής με αποτέλεσμα να μειώνεται η αποδοτικότητα του μύλου. Ο κατακόρυφος άξονας προεκτεινόταν σε ύψος και διαπερνούσε το πάτωμα του στεγασμένου μύλου με τις μυλόπετρες. Αυτός στερεωνόταν με ξύλινα κουσουνέττα που έπιαναν στους τοίχους και το δάπεδο, έτσι ώστε ο άξονας να μπορεί να γυρίζει, χωρίς όμως να μετατοπίζεται κατά το γύρισμά του, και συνέχιζε μέχρι και την ξύλινη κατασκευή του πάγκου που πλαισίωνε τις μυλόπετρες. Πάνω στον άξονα, λίγο πιο πάνω από το δάπεδο του στεγασμένου χώρου του μύλου, συνέχιζε ενσωματωμένη τροχαλία πάνω στην οποία πιανόταν κολάνι [ιμάντας] για μεταφορά της περιστροφικής κίνησης του άξονα στις μυλόπετρες. Με το κολάνι η περιστροφική κίνηση της ενσωματωμένης στον άξονα τροχαλίας μεταφερόταν πιο πέρα σε άξονα που διαπερνούσε το κέντρο μιας οριζόντιας τοποθετημένης κάτω μυλόπετρας και στερεωνόταν στο κέντρο μιας πάνω μυλόπετρας. Με αυτό τον τρόπο η περιστροφή μεταδιδόταν από την τροχαλία του άξονα της φτερωτής στην τροχαλία του άξονα της πάνω μυλόπετρας, η οποία άλεθε το σιτάρι ή κριθάρι που προωθείτο μέσω τρύπας στο κέντρο της. Παλιά, η κάτω μυλόπετρα ήταν στερεωμένη πάνω στο ίδιο το δάπεδο και το κολάνι μαζί με την τροχαλία βρίσκονταν σε υπόγειο χώρο, μέσα στον οποίο υπήρχε και μικρός λάκκος, για να μπορεί ο μυλωνάς να κατεβαίνει και να κρεμά τη σακούλα που θα γέμιζε με το αλεύρι από τα τσιγκέλια στο κάτω μέρος της αβάτζ̆ης [ξύλινη σκάφη ή κατασκευή γύρω από τις μυλόπετρες], όπου υπήρχε διπλή εξαγωγή. Αργότερα, δηλαδή μετά την αρχή του 20ού αιώνα, η κτιστή βάση πάνω στην οποία καθόταν η κάτω μυλόπετρα αντικαταστάθηκε από ξύλινο υπερυψωμένο ξύλινο πάγκο και δεν υπήρχε ανάγκη για το κολάνι να περνά υπογείως, αλλά ούτε και να υπάρχει λάκκος». Όσον αφορά τη διαδικασία της άλεσης, ο Ιωνάς προσθέτει πως το σιτάρι έπρεπε προτού πάει για άλεσμα στον μύλο να καθαριστεί από τους σπόρους ζιζανίων και τις πετρίτσες που έμεναν μετά το ανέμισμα, το κοσκίνισμα και το αρβάλισμα. Έπρεπε, επίσης, να πλυθεί και να απλωθεί για να στεγνώσει. Το σιτάρι ή κριθάρι που θα περνούσε από τον μύλο για άλεσμα μεταφερόταν πλυμένο και καθαρισμένο μέσα σε σακιά. Ακολουθώντας τις οδηγίες της γυναίκας του μυλωνά ή του ίδιου του μυλωνά, ο πελάτης τραβούσε το σακί του ή τα σακιά του μέσα στον μύλο και, αφού τα άνοιγε, γέμιζε την ταμπουτσ̆ά (τον ταμπουρά) και ανέβαινε από ξύλινη κατασκευή, που έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο χωνί τετράγωνης διατομής που υπερίστατο της αβάτζης που περιέβαλλε τις μυλόπετρες. Στη βάση του χωνιού αυτού υπήρχε υπό μορφή κομματιού σανιδιού η σέσουλα, η οποία μετακινείτο συνεχώς παλιδρομικά, με τη βοήθεια απόκεντρου γραναζιού, που ήταν ενσωματωμένο στον άξονα, με τον οποίο γύριζε η πάνω μυλόπετρα. Η σέσουλα είχε για αποστολή να ταρακουνά το σιτάρι ή κριθάρι, για να μη σταλώνει και να προχωρεί προς την τρύπα που θα τάιζε τον μύλο. Το σιτάρι έπεφτε από τη σέσουλα μέσα στο βεριάδιν, δηλαδή την τρύπα που βρισκόταν πάνω στην μυλόπετρα, η οποία θα το οδηγούσε μέσα στις ραβδώσεις των δύο μυλόπετρων (Ιωνάς 2001, 191- 195).
Κυπριακή Ονομασία
Ελληνική Ονομασία
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Χρονολογία
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Σε εποχές που το ψωμί ήταν το βασικότερο είδος διατροφής, κάθε οικογένεια έπρεπε μια φορά το δεκαπενθήμερο να πάει για να αλέσει στον μύλο το σιτάρι ή και το κριθάρι που της χρειαζόταν για την παρασκευή του ψωμιού, ως επίσης και των άλλων παρασκευασμάτων που γίνονταν με αλεύρι. Σε μερικές περιπτώσεις, η ταλαιπωρία ήταν πραγματικά μεγάλη, αφού οι μύλοι βρίσκονταν μόνο κοντά στις κοίτες των ρυακιών, οι οποίες μπορούσαν να είναι σε περιοχές πολύ απομακρυσμένες. Η ταλαιπωρία όμως κορυφωνόταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όταν λιγόστευαν ή στέρευαν τα νερά των ρυακιών και επιβαλλόταν η αναζήτηση μύλων σε πολύ πιο μακρινές αποστάσεις. Οι πελάτες σχημάτιζαν ουρές και περίμεναν διανυκτερεύοντας επί τόπου δύο και τρεις μέρες μέχρι να έρθει το νεπέττιν τους [η σειρά τους] για να αλέσουν. Στο σπίτι μόνο μικρές ποσότητες αλευριού φυλάγονταν, γιατί μακροχρόνια αποθήκευση σήμαινε και ευκαιρία στον σκόρο να παρέμβει. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον χρειάζονταν τακτικοί πηγαινοερχομοί στον μύλο. Η φύλαξη του αλευριού γινόταν μέσα σε κούμνες και πήλινα [μικρά πήλινα κυλινδρικά δοχεία]. Χειριστής του μύλου ήταν ο μυλωνάς έστω και αν δεν ήταν ο ιδιοκτήτης. Η εκμετάλλευση των μύλων που δεν ανήκαν σε ιδιώτες, αλλά σε μοναστήρια ή το Evkaf συνήθως ετελλαλίζετουν [έβγαινε σε πλειστηριασμό] και εκείνος που έπαιρνε τον μύλο ήταν μυλωνάς για τα τέσσερα ή πέντε χρόνια που θ’ ακολουθούσαν, ανάλογα με τον χρόνο εκμίσθωσης που καθοριζόταν εκ των προτέρων. Οι μυλωνάδες μπορούσαν, επίσης, να ασκήσουν το επάγγελμά τους, εκμισθώνοντας και μύλους από ιδιώτες ιδιοκτήτες. Οι τελευταίοι όμως, προτιμούσαν να μην ενοικιάζουν τους μύλους τους, αλλά να προσλαμβάνουν εργάτες, οι οποίοι θα τους λειτουργούσαν για λογαριασμό τους, ύστερα από συμφωνία για την παροχή της στέγης, κάποιου μέρους από τα αλεστικά ή και μεροκάματο. Ο μυλωνάς, όμως, έπρεπε να είναι άνθρωπος που γνώριζε πώς να λειτουργήσει το μύλο, έχοντας κάποια πείρα και οικειότητα με τις εγκαταστάσεις. Η συνεχής λειτουργία του μύλου απαιτούσε γνώσεις, όχι μόνο για κάποιες ρυθμίσεις, αλλά και για διορθώσεις των εξαρτημάτων που φθείρονταν. Ο μυλωνάς ήταν ο άνθρωπος που παρακολουθούσε συνεχώς τη λειτουργία του μύλου και ήταν σε θέση να προβαίνει στις κατάλληλες ρυθμίσεις και να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε ανωμαλία παρουσιαζόταν. Η πληρωμή του μυλωνά (τα αλεστικά) μπορούσε να γίνει είτε με λεφτά, είτε με μέρος του σιταριού, που έπαιρνε ο μυλωνάς με μια κούπα από τον σάκο του σιταριού του πελάτη, σύμφωνα με το βάρος του σιταριού που θα περνούσε από τον μύλο για άλεσμα. Για κάθε δύο αμπούστες έπαιρνε μια οκά. Όταν ο μυλωνάς μετέφερε ο ίδιος το σιτάρι στην κοφινιά για το τάισμα του μύλου, έπαιρνε και ένα ποσοστό αλευριού (το συστειλιάτικο) ως αμοιβή. Σε περιοχές όπως την Κυθρέα, όπου το νερό υπήρχε άφθονο για να γυρίζουν ταυτόχρονα 32 μύλοι, οι μυλωνάδες δεν αρκούνταν με τις ποσότητες δημητριακών που τους έφερναν οι πελάτες και δημιουργούσαν αποθέματα, τα οποία άλεθαν για δικό τους λογαριασμό. Οι μυλωνάδες αυτοί είχαν αποθήκες και ασκούσαν το εμπόριο του αλευριού προμηθεύοντας μέσω των κκιρατζ̆ήδων τους ψωμάδες της Λευκωσίας, Λάρνακας και Αμμοχώστου (Ιωνάς 2001, 191-192). Μερικοί νερόμυλοι συνέχισαν τη λειτουργία τους μέχρι και τη δεκαετία του ’50, παρά το γεγονός ότι είχαν εισαχθεί μύλοι με πετρελαιοκίνητες μηχανές. Αυτό συνέβηκε κυρίως σε περιπτώσεις που κάποιοι μύλοι βρίσκονταν μέσα στα οικιστικά όρια κοινοτήτων και όχι σε απομακρυσμένες περιοχές. Οι μηχανές δεν χρειάζονταν καμιά αναμονή πριν το ξεκίνημα τους, όπως στην περίπτωση του νερόμυλου που πριν ξεκινήσει έπρεπε να γεμίσει ο λάκκος με νερό, και μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε και όχι αποκλειστικά κοντά σε ρέμα νερού. Μηχανοκίνητοι μύλοι, μικρής ή μεγάλης αποδοτικότητας, εγκαταστάθηκαν παντού, μέσα στις οικιστικές ζώνες των χωριών ή στα κεφαλοχώρια συμπλεγμάτων χωριών και με τη δημιουργία δρόμων και την εισαγωγή των αυτοκινήτων τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο εύκολα. Μετά τη δεκαετία του ’60 εγκαταλείφθηκαν και οι μικροί μηχανοκίνητοι μύλοι, αφού τα δεδομένα παραγωγής είχαν αλλάξει. Η εγκατάσταση ακόμα πιο βελτιωμένου οδικού δικτύου ώθησε σταδιακά τους Κυπρίους στην προτίμηση του αγοραίου ψωμιού που παρασκεύαζαν οι αρτοποιοί (Ιωνάς 2001, 200). Ο Ανδρέας Στυλιανού και η Καλλιόπη Χαρμαντά στο βιβλίο τους «Καραβάς», γράφουν για τις μυλόπετρες** πως ειδικευμένοι τεχνίτες τις «έδεναν», τις συναρμολογούσαν δηλαδή, και κάθε μια αποτελείτο από μικρότερες πέτρες φερμένες από τη νήσο Μήλο. Τις έδεναν στην περίμετρο με σιδερένια βραχιόλια (βραχιόλιασμαν) και τις «πότιζαν» με άσβεστόνερο, το λεγόμενο «σιυλάριν», για να γίνουν συμπαγείς. Κάθε μυλόπετρα (το λιθάριν), χαράσσεται με το «κουσπίν», με ειδικό τρόπο ώστε στην εφαρμογή του ζευγαριού να εφαρμόζουν οι χαραξιές τους και να μην σκορπίζεται το σιτάρι που αλέθεται. Τα δυο λιθάρια περνούσαν άπο άξονα, το «πουκατολίθαρον» ακίνητο και το «πουπανωλίθαρον» κινητό γύρω από αυτόν από τη δύναμη του νερού που έπεφτε από ψηλά, από το άνοιγμα της δεξαμενής το «σιφφούνιν». Η «φτερωτή» [ξύλινος τροχός], πάνω στην οποία έπεφτε το νερό και μετάδιδε την περιστροφικη κίνηση στις μυλόπετρες, στους παλαιότερους μύλους περνούσε από τον ίδιο άξονα, στους νεώτερους από διαφορετικό και μετάδιδε την κίνηση με κολάνι. Το κριθάρι και το σιτάρι έπεφταν στις μυλόπετρες από ειδικές γούρνες που ήσαν τοποθετημένες επάνω σε πάγκο (Στυλιανού και Χαρμαντά 1969, 129). ** Για τις μυλόπετρες βλ. λήμμα μυλόπετρες,οι στην κατηγορία Παραδοσιακά Σκεύη και Εργαλεία. Επίσης οι Στυλιανού και Χαρμαντά αναφέρουν πως το αρτεσιανό νερό του Καραβά ξεκινώντας από την πηγή του, την μάναν τού νερού», που βρίσκεται σε μια λαξιά της οροσειράς του Πενταδάκτυλου και πάνω από τό χωριό, μέχρι να κατεβεί στους πρόποδες του βουνού έβαζε σε κίνηση τέσσερεις αλλεπάλληλους νερόμυλους. Στους νερόμυλους του Kαραβα και της γειτονικής κωμοπόλεως Λαπήθου (17 νερόμυλοι) άλεθαν το κριθάριν και το σιτάρι όχι μόνο οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μα και από μακρινά μέρη όπως τη Σολιά, το Καρπάσι και την Πιτσιλιά. Σήμερα (1969) εργάζεται εκσυγχρονισμένος ο πρώτος στη σειρά από την πηγή τoυ νερου μύλος. Από τους δύο επόμενους έχουν απομείνει τα ερείπια και ο τελευταίος αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο με εντελώς νέα μορφή, του κέντρου οι Μύλοι» (Στυλιανού και Χαρμαντά 1969, 127).
Βιβλιογραφία
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία. Στυλιανού Α. και Χαρμαντά Κ. (1969), Καραβάς, Αθλητική Ενωση Καραβά, Λευκωσία.
Ερευνητής / Καταχωρητής
Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος
Φωτογραφίες
Συνημμένα
Περισσότερα
Σχετικό Περιεχόμενο - Σχετική Βιβλιογραφία
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου Ε. (2005), «Οι παραδοσιακοί προβιομηχανικοί μύλοι της Κύπρου», Αρχαιολογία & Τέχνες, 97 (Δεκέμβριος 2005), 48-54.
Στυλιανού Α. και Χαρμαντά Κ. (1969), Καραβάς, Αθλητική Ενωση Καραβά, Λευκωσία.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αλεύριν,το
Το αλεύρι αποτελεί διαχρονικά τη βασική πρώτη ύλη για την παρασκευή των διαφόρων ζυμωμάτων, με κυριότερο το ψωμί.
Σχετικό Περιεχόμενο - Χώροι Παραγωγής - Διάθεσης
αλεστικοί νερόμυλοι Κύπρου,οι (μελέτη)
Επισυνάπτεται μελέτη της Ε. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου. Γενική αναφορά στους μύλους στην Κύπρο με αναφορά στις πηγές ενέργειάς τους και επικέντρωση στους νερόμυλους.
αλευρόμυλοι,οι
Το ψωμί ήταν πολύ σημαντικό σ' ένα γεύμα. Για την παρασκευή του χρησιμοποιούσαν όχι μόνο σιταρένιο αλεύρι, αλλά και κριθαρένιο, που ήταν πολύ πιο φθηνό. Για το άλεσμα του σιταριού και του κριθαριού [...] πήγαιναν στους αλευρόμυλους...
Προβιομηχανικοί μύλοι Κύπρου (μελέτη)
Επισυνάπτεται μελέτη της Ευφροσύνης Ηγουμενίδου, "Οι παραδοσιακοί προβιομηχανικοί μύλοι της Κύπρου", Αρχαιολογία & Τέχνες, 97 (Δεκέμβριος 2005), 48-54.
Υδροκίνητοι μύλοι Κύπρου (μελέτη)
Επισυνάπτονται δυο μελέτες της Ε. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου με θέματα: “Οι υδροκίνητοι μύλοι της Κύπρου. Καταγραφή, έρευνα, δημοσίευση” και “Οι υδροκίνητοι μύλοι της Κύπρου στην ιστορική τους διάσταση”,
Θέμα
Περιεχόμενο
Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε
.
Πνευματικά Δικαιώματα
© 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής