Ελληνικά (Ελλάδα) English (United States) Türkçe (Türkiye)


Καταγράψτε εδώ τη δική σας Συνταγή / Πληροφορία


ForumFORUM Χώρος Συζήτησης











Newsletter
*

Αναζήτηση Τεκμηρίων

Τίτλος
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.


  • Σχετική Βιβλιογραφία


Σχετική Βιβλιογραφία

Φωτογραφίες


Συνημμένα




Περισσότερα


Σχετικό Περιεχόμενο - Σιτηρέσιο
κανίσ̆σ̆ιν - κανίσκιν,το
Το κανίσκι.
καττίκκιν,το
Το προσφάγι.
καφαρτίν - καφαρδίν,το
Το πρόγευμα.
Κυριακή της Απόκρεω (Κρεατοφάγου)
Μεσημεριανό (Μεσομέρκασμαν)
μπούκκωμαν - πρόεμαν ή μπρόεμαν,το
Το πρωινό.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
αξάιν,το
Κοσκινοειδές μέτρο χωρητικότητας.  
άππος,ο
Ξύλινο σφαιρικό αγγείο.  
αρβάλιν,το
Είδος κοσκίνου.  
αρμάριν,το
ασκίν - ασ̆σ̆ίν (ασσίν),το
Δερμάτινος σάκος.  
βακανάς,ο
βλασ̆σ̆ίν (βλασσίν) - νεροκόλοκον - κολότζ̆ιν (κολότζιν),το
Το βλασσίν, η λεγόμενη κολόκα, εμφανίζεται στο λαϊκό παραμύθι «Ο Σπανός τζι’ οι Σαράντα Δράτζιοι». «Αμμάν επήασιν έσσω, εσκεφτήκασιν την νύχτα να σκοτώσουν τον Σπανόν την ώρα που τζοιμάται, αμμά ο Σπανός άκουσεν τους. [...] τζι’ έπιαεν μιαν κολάκαν μηάλην, εγέμωσεν την κρασίν, εστούππωσεν την τζι’ έβαλεν την μεσ’ στο κρεβάτιν. Εσσιέπασεν την με το πάπλωμαν τζι’ έβκην ‘πά’ στο δώμαν τζι’ έκατσεν. Ύστερα που λλίην ώραν ακούει ττοπουζιές. [...] Που την πρώτην ττοππουζιάν η κολόκα έσπασεν τζιαι το κ...
βούππος - γούππος,ο, - βουφκιά,η
Το βαθούλωμα (κοίλο) της σανίδας όπου τοποθετούνται τα ψωμιά που ζυμώθηκαν.
βούρκα,η
Το δερμάτινο σακίδιο.
βούρνα - γούρνα,η και βουρνίν,το
Σκάφη για ζύμωμα ή μπουγάδα.
βουτζ̆έντρα (βουτζέντρα) - καματόβερκα,η
Το βούκεντρο.
γαλευτήριν,το
Πήλινο σκεύος μέσα στο οποίο έβαζαν το γάλα όταν άρμεγαν τα ζώα.
γάστρα,η
δουκάνη,η
Εργαλείο για το λιάνισμα των δημητριακών. Χρησιμοποιείται στο αλώνισμα.
δρεπάνιν,το
Δρεπάνι ή δρέπανος ή δρεπάνη: εργαλείο που χρησιμοποιείται στον θερισμό για τη συγκομιδή καρπού.
ζεμπίλιν,το
ζυός - ζυγός,ο
θερνάτζ̆ιν (θερνάτζιν) - πενταόντιν,το
Εργαλείο για το αλώνισμα.
καντήλα,η
Το ποτήρι. / Η λυχνία.
κκεφκίρα,η
Μεγάλη τρυπητή κουτάλα.
ματσούρα,η
Καλάμι που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα του γάλακτος / Το υπόλοιπο του σαρώθρου [σκούπα φτιαγμένη από κλαδιά].
μερρέχα,η
Το μυροδοχείο.
πηννιάδα - πιννιά(δ)α - πιννιαού(δ)α - πινιαούρα,η
Πήλινο αλειφτό αγγείο, χύτρα.
πιν(ν)ιά,η
Ποτήρι κρασιού. Σημαίνει και την πόση, αλλά και το κέρασμα.
σάρακλον,το
Ο βωλοκόπος.
σαρκά,η
Το σάρωθρο(ν).
Σκουτέλλιν,το
ταμπούκκα - ταμπουκκιά - ταμπουτσ̆ιά (ταμπουτσιά),η - ταμπούτσ̆ιν (ταμπούτσιν),το
Κόσκινο χωρίς τρύπες.
Τατσιά, η
Τυπάριν
Είδος ξύλινης σφραγίδας, η οποία έχει σχήμα στρογγύλο ή τετράγωνο, πάνω στην οποία είναι ανάγλυφα τα γράμματα Ι.Χ.Ν.Κ. (Ιησούς Χριστός Νικά).
φασούλιν,το - φασούλα,η
Δρεπάνι μικρότερου μεγέθους.
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
Βασιλόπιττα ή βασιλοπούλλα
"...κόβεις το ζυμάρι και πάνω στην σανιδιά του δίνεις ένα στρογγυλό σχήμα. Στο σημείο αυτό προσθέτεις το φλουρί το οποίο τυλίγεις σε βρεγμένη ψαρόκολλα για να μην βγει άγιωμα στη ζύμη σου." (Φλουρού Παρπούνα, Λύση Αμμοχώστου)
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τεχνικές παρασκευής τροφίμων
αγκαλιαρκά,η
Η εργάτρια που δένει δεμάτια.
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
τυρόπ(κ)ιασμαν,το
Η τυροκόμηση, η διαδικασία μετατροπής του γάλακτος σε τυρί.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αβρόσ̆σ̆ιλλα (αβρόσσιλλα),η
Σκίλλα η παράλιος.
αγρέλ(λ)ιν,το
Το άγριο σπαράγγι.
αθθός,ο
αίγια,η
Η κατσίκα.
αλάρμη,η
Αλατισμένο νερό.
αντρουκλιά,η
Η αγριοκουμαριά.
ασ̆ουρές (ασουρές),ο
Έδεσμα.
ασ̆σ̆έλ(λ)ιν (ασσέλ(λ)ιν),το
Οι κάτοικοι της Κυθρέας έγδερναν και έκοβαν σε μικρά κομμάτια τα χέλια, τα αλάτιζαν και τα έβαζαν σε στερκό, δηλαδή ξηρό, κρασί για μία έως δύο ημέρες. Στην ίδια περιοχή συνήθιζαν επίσης να τα ψήνουν ή να τα τηγανίζουν.
βάκλα,η
Έτσι ονομαζόταν το λίπος από την παχία και μεγάλη ουρά των κυπριακών προβάτων.
βάρτικον,το
Ποικιλία κυπριακού σύκου. Τα βάρτικα σύκα είναι μεγάλα, σε σχήμα αχλαδιού, και θεωρούνται εξαιρετικά εύγευστα.
βλαντζ̆ίν (βλαντζίν) - βλαγγίν,το
Το συκώτι.
γρούτα,η
Είδος χυλού, έδεσμα.
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
ζαμπούκκος,ο
Το φυτό ακτή, κουφοξυλιά.
ζιζίμπριν - τζιτζίβριν,το
καϊσίν και χρυσόμηλον,το
Είδη βερικόκων.
καουρμάς,ο
Ο καβουρμάς.
καπύρα,η
Η φρυγανιά / Το ψητό γουρουνόπουλο.
καράολος,ο
Το σαλιγκάρι.
κατσούρα,η
"Κατσούραν έν' που κάμναμενστα κάρβουνα ψημένην,στο λάδιν την βουττούσαμενμε άλας αρτυμένην" (Λαζάρου 2004, 29).
Κατσούριν ή κατσούρκα
καττιμέριν,το
Είδος γλυκύσματος με ζύμη από αλεύρι.
καυκαλ(λ)ιά,η
καυκαρού(δ)α,η
Είδος αγριοαγκινάρας.
κκιουλπαστή - κκερπαστή,η - κ(κ)ιουλπατσίν,το
Κρέας ψημένο στα κάρβουνα.
κόρτα,η
Φέτα ψωμιού.
κούμουλλα,τα
Κυβικά παξιμάδια: που ετοίμαζε κάθε υποψήφια μητέρα ως κεραστικό για το νεογέννητο / που προσφέρονταν στους γάμους / που παρασκευάζονταν τα Χριστούγεννα.
κούτσακος,ο - κουτσάκιν - κουτσάτζ̆ιν (κουτσάτζιν),το
Το άγουρο σύκο.
λαρτοκουντούριν,το - λαρτοκουντούρα,η
Ορτύκι (με κοντή και λιπαρή ουρά) / Παχιά και με κοντή ουρά κότα.
λασμαρίν,το
Το δεντρολίβανο.
μα(ν)τζ̆ίλ(λ)α (μα(ν)τζίλ(λ)α) - μαξίλ(λ)α,η
Πρώιμο σύκο. / Το παστό μεγάλο σύκο σχισμένο στα δύο.
μάτσ̆ες (μάτσες),οι
Είδος λειωμένων σταφίδων.
μύλλα,η
Το λίπος ζώου, κυρίως χοίρου.
ξεροτήανα,τα
Οι λουκουμάδες.
παννυσ̆ί(δ)α (παννυσί(δ)α) - παννυχί(δ)α,η
Είδος άρτου.
παστέλλιν,το
πυδκιά,η
Αποξηραμένο και αλατισμένο στομάχι νεογέννητου αιγοπρόβατου ή χοίρου, που δεν είχε προλάβει να φάει χόρτο και τρεφόταν μόνο με γάλα. Αποτελούσε το κύριο συστατικό παρασκευής των κυπριακών τυριών.
ρέσιν,το
Γαμήλιο φαγητό από πλιγούρι και ζουμί κρέατος.
σιμιθκιά,η
Σούπα με πλιγούρι ή φιδέ.
σιντζ̆έριν (σιντζέριν),το
Στομάχι (κυρίως) των πτηνών.
σουτζ̆ούκκος (σουτζούκκος),ο
Είδος κυπριακού γλυκύσματος με μουσταλευριά και ξηρούς καρπούς.
φλαούνα - βλαούνα,η
Πασχαλινή πίτα.
Σχετικό Περιεχόμενο - Χώροι Παραγωγής - Διάθεσης
αντάτζ̆ιν (αντάτζιν),το
Το τμήμα του σπαρμένου χωραφιού ή του αμπελιού προς κλάδεμα και των παρομοίων που αναλογεί στον κάθε εργάτη για να εργαστεί.
αντικούτσ̆ιν (αντικούτσιν),το
Το ενοίκιο, το οποίο λαμβάνει κάποιος σε είδος, εκμισθώνοντας τα κτήματά του.
βορτωνόμυλος ή βορτονόμυλος - βορδονόμυλος,ο
Ο αλογόμυλος.
ελιόμυλος - μύλος,ο - ελαιοτριβείον,το
σέντε,το
Το πατάρι.
σόδκιασμαν,το
Η αποθήκευση των σιτηρών.


Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε.
Πνευματικά Δικαιώματα © 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής