Ελληνικά (Ελλάδα) English (United States) Türkçe (Türkiye)


Καταγράψτε εδώ τη δική σας Συνταγή / Πληροφορία


ForumFORUM Χώρος Συζήτησης











Newsletter
*

Αναζήτηση Τεκμηρίων

Τίτλος
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.


  • Σχετική Βιβλιογραφία


Σχετική Βιβλιογραφία

Φωτογραφίες


Συνημμένα




Περισσότερα


Σχετικό Περιεχόμενο - Σιτηρέσιο
κανίσ̆σ̆ιν - κανίσκιν,το
Το κανίσκι.
καφαρτίν - καφαρδίν,το
Το πρόγευμα.
μπούκκωμαν - πρόεμαν ή μπρόεμαν,το
Το πρωινό.
προσφάιν,το
Κάτι επιπρόσθετο στο φαγητό.
Σχετικό Περιεχόμενο - Σκεύη - εργαλεία
αδκιάτζ̆ιν (αδκιάτζιν),το
Τα αδκιάτζια χρησιμοποιούνταν στη διαδικασία του αλωνίσματος.
αμμάτιν - αμμάτισμαν,το
Το μακρύ ξύλο του αλετριού που το συνδέει με τον ζυγό και τα ζώα.  
άμπικας,ο
Μεγάλη χύτρα ή καζάνι.  
ανάολος,ο
Το υπερυψωμένο πετρόκτιστο τμήμα του νερόμυλου, εντός του οποίου πέφτει το νερό που δίνει την κίνηση στη φτερωτή.  
αξάιν,το
Κοσκινοειδές μέτρο χωρητικότητας.  
άππος,ο
Ξύλινο σφαιρικό αγγείο.  
αρβάλιν,το
Είδος κοσκίνου.  
αρμάριν,το
ασκίν - ασ̆σ̆ίν (ασσίν),το
Δερμάτινος σάκος.  
βακανάς,ο
βερκίν,το
Μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά ωδικά πουλιά, κυρίως αμπελοπούλια.
βλασ̆σ̆ίν (βλασσίν) - νεροκόλοκον - κολότζ̆ιν (κολότζιν),το
Το βλασσίν, η λεγόμενη κολόκα, εμφανίζεται στο λαϊκό παραμύθι «Ο Σπανός τζι’ οι Σαράντα Δράτζιοι». «Αμμάν επήασιν έσσω, εσκεφτήκασιν την νύχτα να σκοτώσουν τον Σπανόν την ώρα που τζοιμάται, αμμά ο Σπανός άκουσεν τους. [...] τζι’ έπιαεν μιαν κολάκαν μηάλην, εγέμωσεν την κρασίν, εστούππωσεν την τζι’ έβαλεν την μεσ’ στο κρεβάτιν. Εσσιέπασεν την με το πάπλωμαν τζι’ έβκην ‘πά’ στο δώμαν τζι’ έκατσεν. Ύστερα που λλίην ώραν ακούει ττοπουζιές. [...] Που την πρώτην ττοππουζιάν η κολόκα έσπασεν τζιαι το κ...
βούππος - γούππος,ο, - βουφκιά,η
Το βαθούλωμα (κοίλο) της σανίδας όπου τοποθετούνται τα ψωμιά που ζυμώθηκαν.
βούρκα,η
Το δερμάτινο σακίδιο.
βουτζ̆έντρα (βουτζέντρα) - καματόβερκα,η
Το βούκεντρο.
γαλευτήριν,το
Πήλινο σκεύος μέσα στο οποίο έβαζαν το γάλα όταν άρμεγαν τα ζώα.
δικράνιν - τσ̆αττάλιν (τσαττάλιν) - σ̆εττάλιν (σεττάλιν),το
Γεωργικό εργαλείο.
δουκάνη,η
Εργαλείο για το λιάνισμα των δημητριακών. Χρησιμοποιείται στο αλώνισμα.
θερνάτζ̆ιν (θερνάτζιν) - πενταόντιν,το
Εργαλείο για το αλώνισμα.
καλαμωτή,η
καντήλα,η
Το ποτήρι. / Η λυχνία.
κορύπα,η - κορύπιν,το
Κανάτι.
κορυποστάς ή κορυποστάτης,ο
Σταμνοστάτης, στασίδι κορύπας [κανατιού].
κούζα,η
Υδρία χωρητικότητας οκτώ οκάδων.
κουκουμάριον,το - κουκκουμάρα,η
Κανάτι, κλειστό αγγείο για την παράθεση νερού ή κρασιού στο τραπέζι.
κούμνα,η - κουμνίν,το - κούμνος,ο
Είδος πήλινου δοχείου για φύλαξη τροφών.
κούππα,η
Η κούπα. / Το σκουτέλλι.
κουρελ(λ)ός,ο
Ανοιχτόλαιμη στάμνα με δύο λαβές.
κουρτέλ(λ)α,η
Λεπίδα μαχαιριού, το μαχαίρι.
κοφινιά,η
Είδος ψωμοθήκης / Το δοχείο του υδρόμυλου, στο οποίο ρίχνεται το σιτάρι για να αλεστεί.
λαβέζιν,το
Η χάλκινη χύτρα.
μα(γ)είρισσα,η
Η κατσαρόλα.
μαζράτζ̆ιν (μαζράτζιν) ή μαρζάτζ̆ιν (μαρζάτζιν),το
Ξύλινη κυλινδρική ράβδος.
μασάτης,ο - μασάτιν - μασάτζ̆ιν (μασάτζιν),το
Εργαλείο για το ακόνισμα των μαχαιριών.
μερρέχα,η
Το μυροδοχείο.
ξύστρος,ο
Σιδερένιο ή ξύλινο όργανο, με το οποίο ξύνουν.
πατούριν - πατερόν,το
Είδος κόσκινου.
πηννιάδα - πιννιά(δ)α - πιννιαού(δ)α - πινιαούρα,η
Πήλινο αλειφτό αγγείο, χύτρα.
πιν(ν)ιά,η
Ποτήρι κρασιού. Σημαίνει και την πόση, αλλά και το κέρασμα.
πότσα,η
Η φιάλη, το μπουκάλι.
ππάλα,η
Είδος μεγάλης μάχαιρας.
πρότσα,η
Το πιρούνι.
σάρακλον,το
Ο βωλοκόπος.
σαρκά,η
Το σάρωθρο(ν).
σιεροκουτάλα,η
Σιδερένια κουτάλα.
σινίν,το
Το ταψί.
ταλάριν,το
Στρογγυλό πλεκτό καλάθι όπου βάζουν το νέο τυρί για να σειρώσει ο ορρός.
ταμπούκκα - ταμπουκκιά - ταμπουτσ̆ιά (ταμπουτσιά),η - ταμπούτσ̆ιν (ταμπούτσιν),το
Κόσκινο χωρίς τρύπες.
τσέστος,ο - τσέστα,η - τσέστον,το
Είδος πανεριού.
φασούλιν,το - φασούλα,η
Δρεπάνι μικρότερου μεγέθους.
ψαθαρκά,η
Καλαμωτή για μεταξοσκώληκες ή σκέπασμα οροφής.
Σχετικό Περιεχόμενο - Συνταγές
αβκωτές,οι, κουκκουρκά,η, κουλλούρκα μυλλωμένα,τα
Συνταγή για ζύμωμα κουλουριών και παξιμαδιών, με τη χρήση ζωικού ή φυτικού λίπους. Το ίδιο ζυμάρι το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή αβκωτών, πασχαλινών ζυμωμάτων διαφόρων μορφών με κόκκινο αβγό στο κέντρο. 
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τεχνικές παρασκευής τροφίμων
αγκαλιαρκά,η
Η εργάτρια που δένει δεμάτια.
ανατζ̆ίνημαν (ανατζίνημαν),το
Η ανανέωση του προζυμιού.
απλωταρκάτης,ο
Ο πρωταρκάτης [αρχιεργάτης] στον θερισμό ή στο κλάδεμα.
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Σχετικό Περιεχόμενο - Τρόφιμα
αβρόσ̆σ̆ιλλα (αβρόσσιλλα),η
Σκίλλα η παράλιος.
αγνιά - αχνιά,η
Ο αφρός ή το πάχος του γάλακτος.
αγρέλ(λ)ιν,το
Το άγριο σπαράγγι.
άγριν,το - άγρη,τα
Τα εκλεκτά μέρη του κρέατος του λαγού.
αδρούππα,η
Καρπός της ελιάς.
αλάρμη,η
Αλατισμένο νερό.
αμματόβουδον,το
Είδος μεγάλου δαμάσκηνου.
αντρουκλιά,η
Η αγριοκουμαριά.
αουστάπκια,τα
Είδος αχλαδιών που ωριμάζουν τον Αύγουστο.
αποστολιτζ̆ές (αποστολιτζές) ελιές,οι
Είδος ελαιόδεντρων μεταξύ ήμερης και άγριας ελιάς.
αρκάππης,ο
Η αγριοαχλαδιά.
αρκατένα,τα
Ξεχωριστό είδος κουλουριών που ζυμώνονται με προζύμι από ρεβίθια. Για να πετύχει ο αρκάτης, δηλαδή το προζύμι για τα αρκατένα, πρέπει τα ρεβίθια να είναι καλόψητα.
ατρασ̆ία (ατρασία) - ατρατζ̆ί(δ)α (ατρατζί(δ)α),η
Το φυτό αυτό ανήκει στην κατηγορία των πικρών χόρτων. Τρώγεται πριν από την άνθισή του και μαγειρεύεται ολόκληρο, βραστό και με διάφορα όσπρια.
βαβάτσινος,ο
Ο καρπός της βαβατσινιάς, δηλαδή της μουριάς, ή διαφόρων ειδών βάτου.
βανέλλιν,το
Είδος αποδημητικού πτηνού, το κρέας του οποίου ήταν εδώδιμο.
βέρικον,το
Ποικιλία σταφυλιού για επιτραπέζια χρήση.
βλαντζ̆ίν (βλαντζίν) - βλαγγίν,το
Το συκώτι.
γρούτα,η
Είδος χυλού, έδεσμα.
ζαλατίνα,η
Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
καϊσίν και χρυσόμηλον,το
Είδη βερικόκων.
κανναούριν,το
καπύρα,η
Η φρυγανιά / Το ψητό γουρουνόπουλο.
καράολος,ο
Το σαλιγκάρι.
κατσούρα,η
"Κατσούραν έν' που κάμναμενστα κάρβουνα ψημένην,στο λάδιν την βουττούσαμενμε άλας αρτυμένην" (Λαζάρου 2004, 29).
καυκαλ(λ)ιά,η
καυκάλλιν - καύκαλλον,το
Το καύκαλο του ψωμιού.
καυκαρού(δ)α,η
Είδος αγριοαγκινάρας.
κιτρόμηλον,το
Το νεράντζι.
κλόκκος,ο
Ωμός καρπός.
κόλιαντρος,ο
κόνναρον,το
Το τζίτζυφο (Ζίζυφος ο λωτός).
κου(δ)αμές,ο
Τα στραγάλια.
κούκκουρον - κουκκουρού(δ)ιν,το
Παξιμάδι που έφτιαχναν το Πάσχα / Τριμμένο ψωμί τηγανισμένο στο λάδι.
κουλούμπρα - κουρβούλα,η
Είδος λαχανικού.
κούμουλλα,τα
Κυβικά παξιμάδια: που ετοίμαζε κάθε υποψήφια μητέρα ως κεραστικό για το νεογέννητο / που προσφέρονταν στους γάμους / που παρασκευάζονταν τα Χριστούγεννα.
κούννα,η
Ο ξηρός καρπός.
κούπα,η
κουπέπιν,το
Ο ντολμάς.
κούσβος,ο
Το υπόλειμμα μετά την έκθλιψη του σησαμέλαιου.
κούτσακος,ο - κουτσάκιν - κουτσάτζ̆ιν (κουτσάτζιν),το
Το άγουρο σύκο.
λαλάγγια ή λαλάντζ̆ια (λαλάντζια) - λαλαγγκούδκια - γερούδκια,τα
Είδος τηγανίτων, λουκουμάδες.
λαρτίν,το
Το λαρδί.
λαρτοκουντούριν,το - λαρτοκουντούρα,η
Ορτύκι (με κοντή και λιπαρή ουρά) / Παχιά και με κοντή ουρά κότα.
λασμαρίν,το
Το δεντρολίβανο.
λουβίν,το
Φασόλια μαυρομάτικα.
μα(ν)τζ̆ίλ(λ)α (μα(ν)τζίλ(λ)α) - μαξίλ(λ)α,η
Πρώιμο σύκο. / Το παστό μεγάλο σύκο σχισμένο στα δύο.
μαντζουράνα - μανζούρανα,η
Αρωματικό φυτό.
μάχος,ο
Είδος οσπρίου.
μέλι,το
Το μέλι για τους Κυπρίους της οθωμανικής και νεότερης περιόδου εθεωρείτο συστατικό γλυκών και όχι άλλων φαγητών. Η ιδέα αυτή απαντάται στο λαϊκό παραμύθι «Ο Ακίνητος». Το παραμύθι «Ο Ακίνητος» διηγείται την ιστορία της βασιλοπούλας Ευγενίας. Όταν ο πατέρας της κάλεσε τις κόρες του να του πουν πόσο τον αγαπούν, οι δύο πρώτες είπαν ότι τον αγαπούν σαν το μέλι και σαν τη ζάχαρη (Κληρίδης 1960, 80).
μήλλιαρος - μηλιάρισσος - πιτσικλιάντρος,ο
Το άγριο γλυκάνισο.
μουσκοκάρφιν,το
Το γαρίφαλο.
μουτζ̆έντρα (μουτζέντρα),η
Είδος πιλαφιού από φακή και ρύζι με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, τηγανισμένο.
μύλλα,η
Το λίπος ζώου, κυρίως χοίρου.
νορ(ρ)όθ(θ)η - νερ(ρ)όθ(θ)η - ορόφη - ορόθη,η - (ν)ορ(ρ)ός - τυρόαλος,ο - τυρό(γ)αλον,το
Ο ορός του γάλακτος.
ξεροτήανα,τα
Οι λουκουμάδες.
παννυσ̆ί(δ)α (παννυσί(δ)α) - παννυχί(δ)α,η
Είδος άρτου.
παπίλλαρος,ο
Πρώιμο σύκο.
παστέλλιν,το
παττίχα,η
Το καρπούζι.
πεζούνιν,το
Το (ήμερο) περιστέρι.
ποξαμάτιν,το
Το παξιμάδι.
πουρκούριν,το
Το πλιγούρι.
πυδκιά,η
Αποξηραμένο και αλατισμένο στομάχι νεογέννητου αιγοπρόβατου ή χοίρου, που δεν είχε προλάβει να φάει χόρτο και τρεφόταν μόνο με γάλα. Αποτελούσε το κύριο συστατικό παρασκευής των κυπριακών τυριών.
ρέσιν,το
Γαμήλιο φαγητό από πλιγούρι και ζουμί κρέατος.
ρετσ̆έλλια (ρετσέλλια) - ριτσ̆έλλια (ριτσέλλια),τα
Είδος γλυκού με φρούτα ή λαχανικά ψημένα σε πετιμέζιν.
σιμιθκιά,η
Σούπα με πλιγούρι ή φιδέ.
σπατζ̆ιά (σπατζιά),η
τερατσ̆ιά (τερατσιά),η και τεράτσ̆ια (τεράτσια),τα
Χαρουπιά και χαρούπια.
τρεμίθκια,τα και τρεμιθέλαιο,το
Τα τρεμίθκια είναι οι καρποί της τρεμιθκιάς [τερεβύνθου], δέντρου που ανήκει στο γένος των Πιστακίων και συναντάται αυτοφυές σε όλη τη Μεσόγειο, καθώς και εκτός Μεσογείου.
φλαούνα - βλαούνα,η
Πασχαλινή πίτα.
Σχετικό Περιεχόμενο - Χώροι Παραγωγής - Διάθεσης
αβκολιά,η
Αυλάκι για παροχέτευση του νερού.
ανάολος,ο
Σύνορο μεταξύ δύο χωραφιών.
αντάτζ̆ιν (αντάτζιν),το
Το τμήμα του σπαρμένου χωραφιού ή του αμπελιού προς κλάδεμα και των παρομοίων που αναλογεί στον κάθε εργάτη για να εργαστεί.
αντικούτσ̆ιν (αντικούτσιν),το
Το ενοίκιο, το οποίο λαμβάνει κάποιος σε είδος, εκμισθώνοντας τα κτήματά του.
βορτωνόμυλος ή βορτονόμυλος - βορδονόμυλος,ο
Ο αλογόμυλος.
ληνός - μουκλός,ο
Πιεστήρι με δοκό και βίδα.
σέντε,το
Το πατάρι.


Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας Κύπρου και τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΣΜΗ 2008 χρηματοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ε.
Πνευματικά Δικαιώματα © 2010 - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής